ΤΟ ΚΕΛΙ

543 21 0
                                    


Τέντωσε τα πόδια της, στο σκληρό ράντζο με τις βρώμικες, πολυκαιρισμένες κουβέρτες μέσα στο κελί, στα κρατητήρια της χωροφυλακής Λαρίσης. Περίπου ένα μήνα ήταν εκεί μέσα, μα της φαινόταν αιώνας. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, μα οι τόσες ώρες μοναξιάς, δεν το επέτρεπαν. Προσπαθούσε να μην φοβάται, μα ήταν αδύνατον. Προσπαθούσε να αναπολεί τις στιγμές απόλυτης ευτυχίας, που δεν θα ξαναζούσε ποτέ, μα την πλήγωναν χειρότερα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ο Λάμπρος της είχε αφήσει βιβλία για να διαβάζει, μα δεν είχε διάθεση. Γύρισε πλευρό και σφάλισε τα μάτια της. Ένιωσε το άγγιγμα του στα μαλλιά της, λες κι ήταν δίπλα της. Αναστέναξε και προσπάθησε να κοιμηθεί.

--------------------

ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

<<ΤΙ ΠΗΓΕΣ ΚΙ ΕΚΑΝΕΣ ΜΩΡΗ; ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΥΠΕΓΡΑΨΕΣ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ; ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ, ΝΑ ΚΑΤΣΩ!>> ούρλιαξε η Καλλιόπη και σχεδόν λιποθύμησε σε μία από τις καρέκλες της τραπεζαρίας. <<Ναι μάνα. Και πολύ άργησα! Φτάνει πια, το αστείο. Πλέον δεν τον θέλω εγώ δίπλα μου! Χαλάλι της>> πέταξε πικραμένα. <<Τι λες μωρή; Τι χαλάλι της; Τον άφησες στη χήρα και χαντάκωσες τον εαυτό σου; ΤΟΣΟ ΖΩΟΝ ΕΙΣΑΙ;>>. Η Θεοδοσία πετάχτηκε όρθια πάνω. <<ΝΑΙ ΤΟΣΟ ΖΩΟ ΕΙΜΑΙ! ΤΟΣΟ ΚΙ ΑΛΛΟ ΤΟΣΟ! Φτάνει μητέρα! Βαρέθηκα τις προσβολές σου! Είμαι ζωντοχήρα κι εσύ ζωντοχήρες δεν θες σπίτι σου. Φύγε λοιπόν και άσε με να κοιτάξω τη ζωή μου ΜΟΝΗ ΜΟΥ! Δεν σε έχω ανάγκη άλλωστε!>> είπε στεναχωρημένα. Η Καλλιόπη γέλασε ειρωνικά. <<Δεν με έχεις ανάγκη; Και τι θα κάνεις μωρή; Θα μένεις με τον πατέρα του πρώην σου; Ποιος θα σε πάρει με διαζύγιο; Όλοι θα λένε κουσούρι θα είχε για να τη παράτησε. Στέρφα θα είναι>>. Η Θεοδοσία, ένιωσε να βράζει από θυμό και σωριάστηκε σε μία καρέκλα. <<Πρέπει να βρούμε τρόπο να γυρίσει πίσω ο άντρας σου. Ακόμα υπάρχουν ελπίδες. Μήπως να του πεις πως είσαι έγκυος πάλι;>>. Η Θεοδοσία πνίγηκε. <<Ξέρεις πόσο καιρό έχουμε να πλαγιάσουμε μαζί; Άσε, μη μάθεις καλύτερα. Η κοιλιά στο στόμα θα είχε φτάσει>>, <<Βρε για αυτό σκας; Θα τον μεθύσουμε, θα του ρίξουμε κανένα υπνωτικό στο ποτό, θα του πούμε ότι παρθήκατε και μετά θα βρούμε τρόπο να γκαστρωθείς. Ωραίο κορίτσι είσαι μωρή. Μια βόλτα να βγεις στη Λάρισα, κάμποσοι θα θέλουν να πλαγιάσουν μαζί σου!>> πρότεινε και η κοπέλα την κοίταξε με αηδία. <<ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΗ! ΕΙΣΑΙ... ΕΙΣΑΙ..>>, <<Είμαι έξυπνη και θέλω το καλό σου. Μωρ θα τον βρω εγώ τον τρόπο και θα στον φέρω πίσω. Αλλά κι αν δεν τον βρω, θα πάω πίσω στο χωριό και θα βάλω την Πέπη, την προξενήτρα να σου βρει γαμπρό. Μα 20, μα 30 χρόνια μεγαλύτερος, θα τον παντρευτείς για να ξεπλύνουμε τη ντροπή! ΑΚΟΥΣ;>> της φώναξε η Καλλιόπη κι έφυγε από το σαλόνι.

Δύο ΠρόσωπαKde žijí příběhy. Začni objevovat