ΤΟ ΧΩΡΙΟ

465 20 0
                                    


Ο Μιλτιάδης σηκώθηκε ταραγμένος και τον κοίταξε, χωρίς να μιλήσει. <<Ήρθα πατέρα μου>> είπε ξανά ο Λάμπρος με μάτια υγρά. Ο άντρας έκανε ένα βήμα πίσω. <<Αγόρι μου;>> ψέλλισε, με φωνή που δεν έβγαινε. <<Δεν θα με αγκαλιάσεις;>> ρώτησε ο δάσκαλος και άνοιξε τα χέρια του. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο ο Μιλτιάδης, τον πλησίασε και έπεσε στην αγκαλιά του. <<Αγόρι μου!>> είπε ξανά, σφίγγοντας το σώμα του γιου του πάνω στο δικό του. Η Βιολέτα τους είδε πηγαίνοντας προς τη πόρτα, και έτρεξε κοντά τους. <<ΛΑΜΠΡΟ ΜΟΥ! Ήρθες; Αχ Παναγιά μου, τι χαρά!>> μονολόγησε εύθυμα. Ο δάσκαλος χαμογέλασε και τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Άνοιξε το χέρι του και την αγκάλιασε κι εκείνη. <<Καλώς όρισες γιε μου. Καλώς μας ήρθες>> είπε ο Μιλτιάδης, μέσα σε λυγμούς. <<Καλώς σας βρήκα πατέρα μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα>>.

Ο Γιάννος κουνούσε τα πόδια του νευρικά, χωρίς να μιλάει και καθόταν στο τραπέζι απέναντι από τη μητέρα του, που καθάριζε μια λεκάνη χόρτα. <<Ωραία ιδέα δεν είχα, να πάμε να μαζέψουμε βρούβες, ε; Να κάνουμε μια χορτόπιτα αύριο ή θες να πάρω κανένα ψαράκι να τηγανίσουμε και να τα κάνουμε σαλάτα;>> τον ρώτησε η Ελένη, προσπαθώντας να δείξει κεφάτη. Ο μικρός δεν απάντησε. <<Γιάννο μιλάω>>, <<Όχι χορτόπιτα>>, <<Γιατί; Εσύ τρελαίνεσαι. Να φυλέψουμε και την κυρία Αμαλία γιατί όλο εκείνη μας φτιάχνει πίτες και γλυκά>>. Ο Γιάννος ανακάθισε και έφερε τα πόδια του μπροστά στο στήθος του. <<Η χορτόπιτα είναι η αγάπημενη του μπαμπά. Δεν θα φάει και θα στεναχωρεθεί>> είπε λυπημένα. <<Δεν στεναχωριέται ο μπαμπάς. Άλλωστε θα ξαναφτιάξουμε>>, <<ΕΙΠΑ ΔΕ ΘΕΛΩ!>> έκανε νευρικά. Η Ελένη αναστέναξε. <<Γιατί κάνεις έτσι, ε; Σε 3, άντε 4, ημέρες, θα είναι εδώ ο πατέρας σου. Πήγε να κάνει μερικές δουλειές. Μεγάλο παιδί είσαι, νομίζω καταλαβαίνεις>>, <<Έπρεπε να πάμε κι εμείς μαζί!>>, <<Πού παιδί μου; Μες τα χωράφια; Τι δουλειά έχουμε εμείς; Σταμάτα να παραπονιέσαι. Θες να πάρει ο πατέρας σου, να του πω τα καμώματα σου και να τον στεναχωρήσεις; Τέτοια αδυναμία του έχεις;>>. Ο Γιάννος την κοίταξε θυμωμένα. <<Αν στεναχωρεθεί και γυρίσει, να του το πεις!>>, <<ΓΙΑΝΝΟ! Να θυμώσω εγώ θες; Άντε μάζεψε τα παιχνίδια σου από το κήπο>>. Η πόρτα της κουζίνας χτύπησες. <<ΑΝΟΙΧΤΑ ΕΙΝΑΙ!>> φώναξε η Ελένη και είδε την Αμαλία να μπαίνει. <<Καλησπέρα! Τι κάνετε; Είπα θα είστε μοναχοί σας και ήρθα για καφέ>>, <<Καλώς την, καλώς την. Καλά έκανες. Κάτσε>> πέταξε η Ελένη και άφησε το μαχαίρι μες τα χόρτα. Η Αμαλία  έκατσε δίπλα στο Γιάννο και τον φίλησε στο κεφάλι. <<Τι έχει το παλικαράκι μου; Γιατί βρε έχεις μούτρα; Τι σου έφερα εγώ; Γαλακτομπούρεκο με ναααα μια κρέμα>>. Ο μικρός χαμογέλασε πλατιά. <<Έτσι μπράβο το αντράκι μου. Μόνο να γελάς>>, <<Πήγαινε μάζεψε τα παιχνίδια κι έπειτα το γλυκό. Απ' το πρωί το λέω!>> έκανε αυστηρά η Ελένη και το παιδί έτρεξε στο κήπο. <<Τι έχει το μικρό καλέ;>>. Η γυναίκα σηκώθηκε να ψήσει τον καφέ και αναστέναξε. <<Μούτρα, που έφυγε ο πατέρας του>>, <<Για 3 μέρες; Χαρά στο πράγμα. Άστον, θα του περάσει>> πέταξε αδιάφορα. Η Λενιώ βάλθηκε να ψήνει τον καφέ και δεν απάντησε. <<Κι εσύ όμως δεν μου είσαι καλά, εγώ σε ξέρω. Τι έπαθες Μαριώ μου; Σου λείπει κι εσένα ο λεβέντης σου;>> ρώτησε πονηρά. <<Δεν είναι αυτό. Έχω ένα κακό προαίσθημα Αμαλία. Κι όλο αυτό με τον μικρό, που από χτες δεν βρίσκει ησυχία, με ταράζει παραπάνω>>, <<Καλέ, Χριστός και Παναγια. Εσύ τα λες αυτά; Σύζυγος δασκάλου; Αυτά τα λένε οι γυναικούλες βρε>>. Η Ελένη της χαμογέλασε. <<Μακάρι να έχεις δίκιο και να είμαι κι εγώ μια γυναικούλα. Αλλά αυτός ο κόμπος δεν φεύγει από μέσα μου>>.

Δύο ΠρόσωπαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα