{10}-Σκέψεις

3.5K 181 17
                                    

Το βράδυ με το ζόρι κοιμήθηκα μια ώρα. Η χθεσινή νύχτα παραήταν φορτωμένη για μένα και σε καμία περίπτωση δεν περίμενα να γίνει ό,τι έγινε.

Με φίλησε ο Φίλιππος. Το αγόρι που μου αρέσει εδώ και 5 χρόνια, ο καλύτερος μου φίλος, με φίλησε.

«ΠΛΑΚΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ»ουρλιάζει η Αλεξία μόλις της διηγούμαι τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς.
«Άρα σε γουστάρει;»ρωτάει στην συνεχείς όμως κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν νομίζω. Μόλις σταμάτησε το φιλί μας είπε πως δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Μου ζήτησε συγγνώμη. Άρα μάλλον δεν το ήθελε και το έκανε...το έκανε γιατί είχε ανάγκη εκείνη την στιγμή.»της απαντώ χαμηλόφωνα με μια δόση παραπόνου στην φωνή μου. Αλλά σκέφτομαι...πως είναι φίλος μου, με βλέπει κυριολεκτικά ακόμα σαν ένα κοριτσάκι. Φυσικά και δεν σήμαινε κάτι το φιλί για εκείνον.

«Δεν νομίζω να ήταν έτσι το πράγμα από πλευράς του αλλά δώσε μου λίγο χρόνο να μάθω ένα πράγμα και θα έχουμε όλες τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε»μου λέει με περίσσια σιγουριά γιαυτό που είναι έτοιμη να κάνει και για μια στιγμή προβληματιζομαι.

«Τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα γιατί όσο πιο πολύ συζητάμε τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται. Θες να πάμε για μπάνιο;»της προτείνω προσπαθώντας να διώξω κάθε σκέψη για το χθεσινό φιλί.

Εκεινο το φιλί που ήθελα από μικρή.

«Τα αγόρια είναι ήδη εκεί...σίγουρα θες να πάμε;»με ρωτάει και ανασηκώνω τους ώμους μου.

«Δεν θα απομακρυνθω Αλεξία επειδή έγινε αυτό. Οκευ, μόλις γυρίσουμε θα του μιλήσω για να ξεκαθαρίσουν ορισμένα πράγματα αλλά τον αγαπάω πάρα πολύ και δεν πρόκειται να του συμπεριφερθω διαφορετικά» της εξηγώ. Ούτε την παρέα μας θα καταστρέψω ούτε τίποτα.

Ο Φίλιππος ήταν και θα είναι για πάντα στην καρδιά μου.

«Εσύ ξέρεις. Πάω να βάλω το μαγιό μου και φεύγουμε»μου λέει και γνέφω καταφατικά. Σηκώνομαι πάνω για να βρω το δικό μου που το είχα αφήσει πάνω σε μια καρέκλα.

Ελπιζω να μην αλλάξει κάτι μεταξύ μας.

[...]

Ανάμεσα στα πόδια του έχει εκείνη την σπαστικιά με το λάδι από την προηγούμενη φορά και εγώ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα.

Ζηλεύω εντάξει;
Ζηλεύω αλλά προσπαθώ να μην το δείξω γιατί...τζάμπα θα πάει.

«Κοπελιά, φεύγεις από μπροστά μου γιατί μου κρύβεις τον ήλιο και θέλω να πάρω χρώμα;»με ρωτάει και την κοιτάω με σηκωμένο φρύδι. Ο άλλος ξερόβηξε και κοίταξε από την άλλη.

Τώρα άμα κλωτσησω την άμμο πάνω της και μπει μέσα στα μάτια της εγώ θα φταίω;

Θέλει να μου πει δηλαδή τώρα ότι το 1.63 είναι ικανό να κρύψει τον ήλιο και να μην πέφτουν οι ακτίνες του πάνω της για να γίνει σοκολάτα.

Βρε αϊ από εδώ.
Ξυλαγγουρο.

Ο Κωστής μιλάει με δύο τουρίστριες και η Αλεξία γράφει στο κινητό της. Μάλλον δεν δούλεψε και πολύ το μεταξύ τους.

Ξεφυσάω και φοράω τα γυαλιά ηλίου μου. Πρέπει να ξαναρχίσω την γιόγκα γιατί έχω αποκτήσει πολλά νεύρα που παλιά δεν είχα.

Ο Χάρης μου έστειλε μήνυμα το πρωί για να βρεθούμε αν είναι το βράδυ. Η απάντηση μου ήταν θετική μιας και...πέρα του ότι δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω είναι μια καλή ευκαιρία να πάρω την ζωή στα χέρια μου και να ξεφύγω από το ηλιθιο κόλλημα μου με τον Φίλιππο.

Δεν βγάζει πουθενά έτσι και αλλιώς.

«Σοφάκι, θες να σου φέρω τίποτα από το μπαρ; Πάω να πάρω για εμάς»με ρωτάει δείχνοντας μου εκείνον και την κοπελίτσα που ούτε το όνομά της δεν ξέρω.

«Εμ, όχι είμαι καλά. Σε ευχαριστώ πάντως»του λέω όσο πιο χαλαρά μπορώ και γυρνάω πάλι το βλέμμα μου στην θάλασσα.

Η αλήθεια είναι πως θα έπινα κάτι δροσιστικό αλλά θα πάω πιο μετά να πάρω. Μην τον καθυστερώ και από τις δουλειές του με την φίλη μου.

Στάζει μέλι το στόμα μου όμως. Παρόλα αυτά, το μάτι μου πέφτει πάνω στον αδερφό μου ο οποίος καταλήγει να φεύγει και με τις δύο τουρίστριες. Κάνω μια γκριμάτσα αηδίας όταν φαντάζομαι τι μπορεί να κάνουν οι τρεις τους και προσπαθώ να διώξω αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου.

Μπλιαχ.

«Εγώ πάω να κάνω μια βουτιά. Αντε έλα και εσύ»μου λέει η Αλεξία ενώ σηκώνεται πάνω.

«Πήγαινε, θα έρθω σε λίγο»της λέω, γνέφει καταφατικά και κατευθύνεται προς την θάλασσα προσπερνώντας αρκετές ξαπλώστρες.

«Ορίστε Σοφάκι»ακούω μια φωνή και βλέπω μπροστά μου το χέρι του Φιλίππου που κρατάει ένα ποτήρι.

«Τι είναι αυτό;»τον ρωτάω.

«Γρανίτα καρπούζι. Ξέρω ότι σαρέσει πολύ»απαντά και διστακτικα το παίρνω. Ξεροκαταπίνω όσο νιώθω το βλέμμα του να με καίει.

«Σε ευχαριστώ»του λέω και είμαι σίγουρη πως τα μάτια μου έχουν κοκκινίσει ελαφρώς. Ένα χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπο του και κάθεται στην ξαπλώστρα με την ξινή.

-oliaaaa

Finding Us Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα