{55}- Χιλιόμετρα Μακριά

2.1K 154 17
                                    

«Μαλάκα, θα παίρνεις κάνα τηλέφωνο ε; Μη μας ξεχάσεις γιατί θα έρθω εγώ εκεί και θα γίνουμε μπίλιες»του λέει ο Γρηγόρης μεταξύ αστείου και σοβαρού. Ο Φίλιππος χασκογελάει.

«Θα στέλνω μηνύματα, θα κάνουμε βιντεοκλίσεις και θα παίρνω και τηλέφωνα. Ησύχασε»του απαντά γελώντας αλλά φαίνεται πως έχει συγκινηθεί. Σφίγγει το χερούλι της βαλίτσας και ταυτόχρονα γυρίζει το κεφάλι προς την οθόνη που δείχνει τα δρομολόγια. Φαίνεται αγχωμένος.

Βέβαια, ο Φίλιππος είναι Φίλιππος και ο εγωισμός του πολύ μεγάλος για να το δείξει.

«Τα Χριστούγεννα θα έρθεις;» ρωτάει ο Τάσος και τότε ακούγονται από τα μεγάφωνα του σταθμού πως το λεωφορείο για Αθήνα φεύγει σε λίγα λεπτά και θα πρέπει να επιβιβαστούν όσοι θέλουν αυτόν τον προορισμό.

Εγώ τον κοιτάω μόνο. Νιώθω τα μάτια μου υγρά μα παρόλα αυτά δεν τρέχει ούτε ένα δάκρυ. Απλώς συγκρατώ τον εαυτό μου γιατί ξέρω πως όταν γυρίσω σπίτι θα ξεσπάσω πολύ.

«Δεν ξέρω ακόμα το πρόγραμμα του πανεπιστημίου αλλά θα προσπαθήσω. Πρέπει να φύγω...»απαντά κατσούφης και με κοίτα που προσπαθώ να εστιάσω κάπου αλλού ώστε να ξεχαστώ έστω και λίγο και να μην λυγίσω. «Σοφάκι...»μουρμούριζει ενώ έρχεται με γρήγορο βήμα στο μέρος μου. Τα παιδιά απομακρύνονται ελάχιστα αφήνοντας μας μόνους.
«Σου υπόσχομαι πως το καλοκαίρι μόλις γυρίσω θα τα πιάσουμε όλα από εκεί που τα αφήσαμε»συνεχίζει με ένα λοξό χαμόγελο και πιάνει το πρόσωπο μου στα χέρια του. Με τους αντίχειρες του χαϊδεύει τα μάγουλα μου όσο με κοιτάει στα μάτια.

«Σε αγαπάω πολύ»ψελλίζω ενώ η φωνή μου στο τέλος σπάει. Οκευ, πόσοι μήνες είναι μέχρι τα Χριστούγεννα;
Ενας.
Πόσοι μέχρι το καλοκαίρι;
Πολλοί.
Αλλά ας μείνουμε στα Χριστούγεννα.

«Να προσέχεις ζουζούνι, θα μιλάμε»μου λέει φιλώντας με πεταχτά και με κλείνει στην αγκαλιά του. Σφιχτά. Σαν να είμαι ένα αρκουδάκι. «Θυμάσαι πως έτσι σε κρατούσα από όταν ήσουν μικρή; Πάντα θα το κάνω»ψιθυρίζει στο αυτί μου και μετά απομακρύνεται.

Χαμογελάω όσο πλησιάζω τα παιδιά και εκείνος κατευθύνεται προς το λεωφορείο.

«Να προσέχεις ρε!»του φωνάζει η Αλεξία συγκινημένη και σκουπίζει τα δάκρυα της στην μπλούζα του Τάσου.

Εγώ...εγώ τον κοιτάζω με σταυρωμένα χέρια κάτω από το στήθος και χαμογελάω όταν γυρίζει για να μας χαιρετήσει τελευταία φορά.

Και μόλις ανεβαίνει τα σκαλιά το μόνο που σκέφτομαι είναι τα 2.000 περίπου χιλιόμετρα που θα μας χωρίζουν από αύριο.

[...]

Ανοιγω την τηλεόραση και πέφτω με φόρα στον καναπέ. Δεν έχω απολύτως τίποτα να κάνω. Βασικά έχω να διαβάσω για την σχολή αλλά αυτό μπορεί να γίνει και αύριο.

Θέλω να χαλαρώσω.
Μόνο να χαλαρώσω και να ηρεμήσω.

Αν ήταν εδώ ο Φίλιππος όλο και κάτι θα κάναμε.
Μπορεί να τσακωνομασταν και λίγο για να περάσει η ώρα.

Κοιτάζω αδιάφορα την σειρά που παίζει στην τηλεόραση και ξεφυσάω. Μήπως να καθαρίσω λίγο για να ξεχαστώ;

Περιμένω τον Φίλιππο να με πάρει τηλέφωνο, βιντεοκλίση ή τουλάχιστον κάποιο μήνυμα. Ξέρω πως τώρα είμαστε σε κάτι σαν διάλειμμα ώστε να μην πληγωνεται κανείς από αυτή την σχέση αλλά θέλω τουλάχιστον να ξέρω αν έφτασε και είναι καλά.

Ξαπλώνω καλύτερα και κλείνω τα μάτια μου. Βασικά αυτό δεν έγινε ποτέ μιας και το τηλέφωνο μου άρχισε να χτυπάει και πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο.

Το αρπάζω από το τραπεζάκι και βλέπω πως με καλεί από το messenger. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά.

«Χευ»του λέω μόλις ανοίγω την κάμερα και μπορώ να αντικρίσω την κούραση στο πρόσωπο του.

Δεν ήταν και μικρό το ταξίδι του αν σκεφτείς ότι Πάτρα - Αθήνα σχεδόν 3 ώρες και μετά αναμονή δύο ώρες για την εφτάωρη πτήση του.

«Τι κάνεις Σοφάκι;»

«Εδώ στο σπίτι κάθομαι. Εσύ, βολεύτηκες;»

«Πριν λίγο τακτοποίησα τα ρούχα. Το διαμέρισμα είναι καλό, μένω με ένα άλλο παιδί από την Σουηδία, εντάξει κομπλέ φαίνεται. Από το ταξί που με έφερε είδα διαφορά μαγαζάκια, θα άρεσε και σε εσένα εδώ»μου εξηγεί και χαμογελάω αχνά όταν αντιλαμβάνομαι την χαρά του.

«Μη μου λες τέτοια γιατί θα έρθω»δηλώνω και εκείνος χασκογελάει. Ρίχνει το κεφάλι του προς τα πίσω και για λίγο κοιτάζει το ταβάνι.

«Τα παιδιά ανέβασαν στόρυ από μια καφετέρια. Δεν πήγες μαζί τους;»με ρωτάει ενώ ακούγονται κλειδιά στην πόρτα, λογικά ο συγκάτοικος του, και μετά η φωνή του.

«Ναι είχα λίγο πονοκέφαλο η αλήθεια είναι, γιαυτό έκατσα σπίτι»ψέματα. Με κοιτάει με σηκωμένο φρύδι αλλά δεν το σχολιάζει γιατί κάτι του λέει ο άλλος.

«Πρέπει να σε κλείσω Σοφάκι, ο Ben έφερε πίτσες, είναι ζεστές. Θα σε παίρνω οπότε μπορώ, εντάξει;»

Σε αγαπάω.
Μου λείπεις.

«Ναι ναι είναι εντάξει, καληνύχτα»του λέω χαμηλόφωνα καθώς σκέφτομαι πως μια δύσκολη περίοδος για μένα αρχίζει ή μάλλον...έχει αρχίσει.

«Όνειρα γλυκά ζουζούνι, μη στεναχωριέσαι»

-oliaaaa

Finding Us Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα