Κεφάλαιο 3

100 5 0
                                    

Όταν επιτέλους γυρίσαμε στο ξενοδοχείο πήγαμε αμέσως στο δωμάτιό μας. Για λίγη ώρα οι καθηγητές βρίσκονταν στον διάδρομο και δεν επέτρεπαν την κυκλοφορία και την μετακίνηση από δωμάτιο σε δωμάτιο. Την ώρα αυτή εμείς Φορεσαμε πυτζάμες, βγάλαμε από τα μαλλιά όλα εκείνα τα τσιμπιδια που έμοιαζαν πλέον σαν καρφιά μες το κεφάλι και ξεβαφτηκαμε.

"Για πες τι έγινε με τον Διονύση;" ρώτησα
"Είσαι χαζό παιδί μου; Αν γινόταν κάτι δεν θα το έβλεπες; Αφού όλη την ώρα μαζί ήμασταν." Απάντησε
"Είπα μήπως μιλήσατε άλλη ώρα." Είπα
"Αχ ξυνεις όμως κάτι πληγές." Είπε
"Στο χέρι σας είναι να το αλλάξετε αυτό." Λέω και πηγαίνω προς το μπαλκόνι
"Που πας;" ρώτησε με απορία
"Να πάρω λίγο αέρα. Μπουχτησα εδώ μέσα." Εξήγησα
"Δεν είσαι καλά εσύ. Κοίτα μην παγώσεις." Προλαβαίνω να την ακούσω να λέει πριν κλείσω την πόρτα.

Πλησιάζω τα κάγκελα και Κοιτάζω πίσω από το διαχωριστικό στο δίπλα μπαλκόνι.

"Τι γίνεται;" ακούω τον Χάρη να ρωτάει
"Είπαμε να μην καταλάβουν." Απαντώ χαμηλόφωνα
"Λοιπόν, σκέφτηκες τίποτα;" ρώτησα
"Κάτι έχω στο μυαλό μου." Απάντησε
"Ωραία ελπίζω να πιάσει." Αναφωνω
"Σε πόση ώρα;" ρωτάει
"Σε ένα τέταρτο ακριβώς." Απαντώ
"Ωραία για να προλάβει να βγει και από το μπάνιο." Είπε
"Πάω μέσα τώρα γιατί πάγωσα." Εξηγώ και μπαίνω μέσα.

"Πρρ τελικά έχει λίγο παγωνιά." Λέω
"Λογικό δεν τον βρίσκεις; Δεκέμβρη μήνα έχουμε." Απαντάει η Ηλιάνα που έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι
"Συγγνώμη, θα κοιμηθείς;" ρωτάω
"Τι κάνει συνήθως ο κόσμος στις... 4:00 το πρωί... Θεέ μου πέρασε η ώρα." Αναφώνησε καθώς κοίταξε την οθόνη του κινητού της
"Μωρε εκδρομή είμαστε. Έλα να περάσουμε λίγο καλά. Κανένας δεν κοιμάται." Λέω
"Αυτό ακριβώς. Κανένας. Ούτε οι καθηγητές. Κι αν καταλάβουν ότι είμαστε ξύπνιοι τότε είναι που δεν θα κοιμηθούν ποτέ και πάλι θα φωνάζουν αύριο." Λέει και γυρίζει πλευρό

Πετάγομαι πάνω στο κρεβάτι της κι αρχίζω να την ταρακουνάω.
"Έλα μωρέ Ηλιάνα, μην κοιμάσαι."
"Α εσύ έχεις όρεξη βραδιάτικα." Λέει με κλειστά μάτια
"Έλα μωρε... ούτε εγώ κοιμήθηκα χθες βράδυ." Είπα
"Κι έτσι όπως πας, ούτε απόψε." Λέει ενώ είναι ακόμη ξαπλωμένη.
"Σήκω για λίγο. Για πέντε λεπτακια." Την παρακαλάω κι εκείνη ανασηκωνεται
"Αν είναι για πέντε λεπτακια..." ξεφυσαει

Κοιτάζω την ώρα. Έχει περάσει σχεδόν ένα δεκάλεπτο.

"Με σήκωσες για να μην μιλάμε καν;" με ρωτάει κι εγώ γελάω
"Ξέρω ότι θα με βρίσεις αλλά πρέπει να πεταχτώ μέχρι το δωμάτιο του Λάμπρου που ξέχασα πριν τα γυαλιά μου. Αν κοιμηθείς ποιος θα μου ανοίξει;" ρωτάω χαμογελώντας καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι.
"Και πρέπει να γίνει τώρα αυτή η δουλειά;" με ρωτάει κοιτάζοντάς με δολοφονικα

Μαζί Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon