Κεφάλαιο 60

47 2 0
                                    

Αγγελίνα

Δέκα μέρες μετά τον θάνατο της γιαγιάς και μια εβδομάδα μετά την αναχώρηση του Χάρη, βρίσκομαι στο σπίτι με την Αθηνά άρρωστη. Τις τελευταίες μέρες έχει σηκώσει πυρετό και δεν πηγαίνει σχολείο. Για την ακρίβεια, μου τηλεφώνησαν την Δευτέρα από το νηπιαγωγείο και μου είπαν πως δεν ένιωθε καλά και πήγα να την πάρω. Από τότε ο πυρετός πέφτει λίγο τα πρωινά μα τα απογεύματα ανεβαίνει πάλι. Ο γιατρός λέει πως είναι ένα απλό κρύωμα.

"Αθηνούλα μου, θέλεις να σηκωθείς να φας λίγο σουπίτσα που έφτιαξα μόνο για εσένα;" ρώτησε η Νάντια που κάθονταν μαζί μας στο δωμάτιό της
"Όχι. Μου έφτιαξε και η μαμά χθες." Είπε μελαγχολικά
"Θέλεις να σου φτιάξω κάτι άλλο;" ρώτησε ξανά μα η μικρή κούνησε αρνητικά το κεφάλι
"Αγάπη μου πρέπει να φας κάτι γιατί δεν κάνει να πίνεις νηστική τα φάρμακά σου." Είπα
"Καλά." Είπε και κοίταξε το πιάτο με την σούπα που βρίσκονταν στο δίσκο. Το πήρε μπροστά της κι άρχισε να τρώει. Μείναμε μαζί της μέχρι που χόρτασε. Τότε η γιαγιά της την χαιρέτησε και την αφήσαμε για λίγο μόνη. Πήγαμε ως την κουζίνα.

"Ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια." Της είπα
"Μην ευχαριστείς Αγγελίνα μου. Μια οικογένεια είμαστε." Είπε
"Τι ξαφνικό ήταν κι αυτό στα καλά του καθουμένου;" αναρωτήθηκα
"Μην ανησυχείς. Είναι απλά ένα κρύωμα τώρα που χειμωνιάζει. Όλα τα παιδάκια το περνάνε." Είπε και με καθησύχασε κάπως.
"Για να δούμε, θα σηκώσει ξανά πυρετό το απόγευμα;" Είπα
"Οτιδήποτε με χρειαστείς, φώναξέ με. Πάω να σερβίρω και στον Μιχάλη γιατί όπου να ναι θα φύγει για το φροντιστήριο." Είπε
"Καλή όρεξη και πάλι ευχαριστώ." Είπα κι έφυγε.

Γύρισα κι εγώ στο παιδί μου. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, και έρχονταν προς το καθιστικό. Την κοίταξα. Έδειχνε κουρασμένη και μελαγχολική. Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος μου και την ακολούθησα με το βλέμμα μου μέχρι που στάθηκε κοντά μου. Έσκυψα για να την φτάσω στο ύψος της.

"Τι θέλεις να κάνουμε τώρα που μείναμε οι δυο μας;" ρώτησα
"Να πούμε ιστορίες. Όχι όμως παραμύθια. Ιστορίες από όταν ήσουν μικρή." Είπε πονηρά. Την πήρα αγκαλιά, πέσαμε στον καναπέ και τυλιχτήκαμε με μια κουβέρτα.

"Εσύ αρρωσταινες;" ρώτησε
"Όλα τα παιδάκια αρρωσταίνουν. Δεν προσέχουμε και μετά κρυώνουμε." Απάντησα
"Και η μαμά σου σε φώναζε;" ρώτησε
"Αν δεν πρόσεχα, με φώναζε." Είπα
"Σε μάλωνε γενικά;" ρώτησε
"Πάρα πολύ. Ήμουν πολύ σκανδαλιάρα. Κυρίως την αδερφή μου πείραζα πολύ." Εξήγησα
"Τυχερή!" Αναφώνησε και την κοίταξα
"Που με μάλωνε η μαμά μου;" ρώτησα
"Όχι, που είχες αδερφή. Εγώ δεν έχω." Απάντησε
"Πολλές φορές οι φίλοι μας γίνονται καλύτεροι και από αδέρφια." Είπα
"Ναι αλλά οι περισσότεροι έχουν αδέρφια και δεν θέλουν φίλους για αδέρφια." Είπε
"Θα τους βρεις όταν έρθει η ώρα." Είπα
"Εσύ είχες φίλους αδέρφια;" ρώτησε
"Η αλήθεια είναι πως... Είχα. Ήμασταν μαζί πολλά χρόνια. Κάθε μέρα για πολλές ώρες μαζί. Όλοι την εφηβεία μαζί την περάσαμε, με πειράγματα, με πλάκες. Ήμασταν πολύ δεμένες. Χτυπούσε η μια, πονούσε η άλλη. Την αγαπούσα πολύ." Είπα φέρνοντας την στην μνήμη μου
"Και που είναι τώρα; Γιατί δεν μου την έχεις γνωρίσει;" ρώτησε
"Πλέον ζει μακριά μάλλον. Είναι μια μεγάλη στρατιωτικός." Είπα κι εκείνη γούρλωσε τα μάτια
"Ουαου. Έχεις καμιά φωτογραφία να είστε μαζί;" ρώτησε
"Έχω από παλιά. Την κρατάω καλά κρυμμένη." Είπα και πήγα να την φέρω. Ήταν με άλλα αντικείμενα σε ένα κουτί που κρατούσα στην ντουλάπα μου.
"Να την δω." Είπε και τις έδωσα την κορνίζα που κρατούσα στα χέρια μου
"Εδώ είμαστε στην εκδρομή που είχαμε πάει στην Θεσσαλονίκη." Είπα
"Πολύ όμορφες είστε και πολύ καλές φίλες." Είπε
"Πράγματι ήμασταν. Μακάρι να την γνωρίσεις κάποια μέρα." Είπα
"Θα το ήθελα πολύ." Είπε

Το απόγευμα ήρθε από το σπίτι ο Διονύσης. Ήρθε από την Θεσσαλονίκη για μερικές μέρες και είπε να περάσει να μας δει. Ήθελε να συλλυπηθεί και για την γιαγιά μου.
Η μικρή έλαμψε ολόκληρη μόλις τον είδε. Καθίσαμε αρκετή ώρα μαζί παίξαμε και φάγαμε. Νωρίς το βραδάκι, η μικρή ξάπλωσε. Προς έκπληξή μου, δεν είχε σηκώσει πυρετό. Την καληνυχτισα και κοιμήθηκε γλυκά. Κλείσαμε τις πόρτες και καθίσαμε με τον Διονύση στο καθιστικό.

"Τα είπαμε τα δικά μας. Πες μου κι εσύ τώρα τα δικά σου νέα από την συμπρωτεύουσα." Ζήτησα
"Εγώ τρέχω όλη μέρα. Δουλειά - μεταπτυχιακό και δεν παλεύεται καθόλου. Ούτε σπίτι δεν προλαβαίνω να πάω κάποιες μέρες." Είπε
"Βρε κουμπάρε, με την προσωπική σου ζωή ασχολείσαι καθόλου ή να σου βρούμε ένα καλό προξενιό;" τον κορόιδεψα και εκείνος γέλασε
"Όχι όχι δεν χρειάζεται. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους." Είπε
"Διονύση...." Είπα και με κοίταξε
"Τι είναι;" ρώτησε
"Έχεις μάθει τίποτα για την Ηλιάνα;" ρώτησα
"Έμαθα κάποια πράγματα αλλά δεν ήξερα αν θέλεις να μάθεις." είπε
"Θέλω. Την έχω στην εύνοια μου τον τελευταίο καιρό." Είπα
"Της κόστισε πολύ όλη αυτή η αλλαγή στις ζωές μας και στράφηκε εξ ολοκλήρου στο επάγγελμά της. Ένιωθε μόνη κι αυτό ήταν που την έτρωγε μέσα της. Ίσως την τρώει ακόμη. Έγινε από τις καλύτερες στο τμήμα της, πολύ αφοσιωμένη και πειθαρχημένη. Πήγε στην Σουηδία με το στρατιωτικό Erasmus και συμμετέχει σε πολλές εθελοντικές οργανώσεις για τον πλανήτη αλλά και για τον άνθρωπο. Δεν έκανε νέους φίλους, ούτε σχέσεις, μόνο γνωστούς. Κρατάει με όλους τα τυπικά." Είπε
"Την είδες καθόλου;" ρώτησα
"Όχι. Έχει περίπου δύο χρόνια που έχει φύγει. Χάρηκα όμως που έμαθα τόσο καλά πράγματα για εκείνη." απάντησε
"Κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει στη ζωή της. Χωρίς ανθρώπους όμως δίπλα της, γίνεται να ειναι ευτυχισμένη;" ρώτησα κι εκείνος σήκωσε ανήξερος του ώμους
"Είσαι ακόμη ερωτευμένος μαζί της;" ρώτησα
"Είναι ένα γερό απωθημένο. Ήρθαμε τόσο κοντά μα δεν μας βγήκε. Μια ευκαιρία να μας δινόταν και θα περνούσαμε μαζί όλη μας την ζωή." Είπε και πραγματικά το θεωρώ τόσο χαριτωμένο όλο αυτό.

Μαζί Where stories live. Discover now