Κεφάλαιο 53

42 2 0
                                    

Χάρης

Με ηρεμία και γαλήνη πέρασε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και έφτασε η μέρα που γιορτάσαμε τα πρώτα γενέθλια της Αθηνάς.
Το σπίτι ήταν έτοιμο για τα γενέθλια. Ανέβηκαν και παππούδες με τις γιαγιάδες της στα Γιάννενα για τα γενέθλια. Δεν γίνονταν να λείπουν αυτή τη μέρα. Ακόμη κι ο Διονύσης ήρθε από την Θεσσαλονίκη.

Η ώρα είναι ακόμη 5. Εγώ κάθομαι στο σαλόνι με την μικρή ενώ η Αγγελίνα κάνει μπάνιο. Το πρώτο κουδούνι χτυπά.
"Ήρθαν οι καλεσμένοι σου, πριγκιπέσσα μου;" ρώτησα
"Ανοίξτε, η Δάφνη είναι." Φώναξε η Αγγελίνα από το μπάνιο. Και υπάκουσα. Πρώτοι ήρθαν η Δάφνη με τον Λάμπρο και τον Διονύση.

"Κουμπάρε να την χαιρόμαστε." Είπε ο Διονύσης και με αγκάλιασε
"Ποια κούκλα έχει τα πρώτα της γενέθλια;" ρώτησε η Δάφνη την Αθηνά κι άρχισε να την χορεύει στην αγκαλιά της
"Λάμπρο, πως και είσαι Γιάννενα;"ρώτησα
"Είχα κάποιες μέρες άδεια και είπα να έρθω να σας δω. Να μην χάσω και τα γενέθλια της Αθηνουλας." Είπε
"Καλά έκανες. Η Αγγελίνα θα χαρεί πολύ όταν σε δει." Είπα
"Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Αλήθεια που είναι;" ρώτησε η Δάφνη
"Ετοιμάζεται." Είπα
"Ποιος ήρθε με την Δάφνη;" ρώτησε η Αγγελίνα φτιάχνοντας τη ζώνη της
"Κουμπάρα,να την χαιρόμαστε." Είπε ο Διονύσης και την φίλησε σταυρωτά

Αγγελίνα

"Αργότερα σε περιμέναμε. Πως ήρθες;" ρώτησα
"Πήρα το πρωινό τελικά." Είπε
"Καλύτερα έτσι. Θα σε δούμε περισσότερο. Πήγαινε μόνο την βαλίτσα σου στο δωμάτιο για να μην την έχουμε μες τα πόδια μας" Είπα
"Δεν θα είναι ο μόνος που θα δούμε." Είπε ο Χάρης από την κουζίνα
"Τι εννοείς;" Λέω και καθώς γυρίζω προς τα εκεί βλέπω τον Λάμπρο
"Έκπληξη!" Λέει και τρέχω να τον αγκαλιάσω
"Γιατί δεν είπες τίποτα;" ρώτησα
"Ήταν έκπληξη. Είχα άδεια και ήρθα." Απάντησε
"Χαίρομαι πολύ που είστε εδώ. Ελάτε, περάστε στο σαλόνι. Καθίστε. Πάω να ντύσω την μικρή κι έρχομαι." Είπα
"Περίμενε, έρχομαι μαζί σου." Είπε η Δάφνη και πήγαμε ως το δωμάτιο

"Για λέγε βρε μουσίτσα, το ήξερες για το Λάμπρο και δεν έλεγες τίποτα;" ρώτησα
"Αφού ήταν έκπληξη. Ξέραμε ότι θα χαρείς." απάντησε
"Σε εσένα θα μείνει;" ρώτησα πονηρά
"Ε αφού εσείς φιλοξενείτε τον Διονύση, μην αφήσουμε τον Λάμπρο στους 5 δρόμους." Ειπε
"Δάφνη, μόνο για αυτό τον φιλοξενείς;" ρώτησα με βλέμμα γεμάτο νόημα
"Ξέρεις ότι έχουμε μια επικοινωνία ιδιαίτερη." Απάντησε
"Ελπίζεις δηλαδή να γίνει κάτι μεταξύ σας." Είπα
"Ελπίζω. Και νομίζω ότι είναι αμοιβαίο." Είπε
"Αντε μπράβο βρε φιλενάδα. Εγκρίνω για να ξέρεις. Και πιστεύω πως θα κάνει κίνηση αυτή τη φορά." είπα

"Τι λέτε εσείς εδώ;" Ρώτησε ο Διονύσης μπαίνοντας μέσα
"Λέμε κι εμείς τα δικά μας." Είπα
"Ήρθαν οι γονείς σας." Είπε
"Ακούσαμε το κουδούνι. Αντε πάμε στο σαλόνι." Είπα. Πήρα την μικρή και βρήκαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες της, οι οποίοι την κατσιασαν με τόσες αγκαλιές και φιλιά. Η Αθηνά όμως το χαιρόταν πολύ κάθε φορά. Την γέμισαν δώρα και αγάπη. Καθίσαμε και έσβησε την πρώτη της τούρτα. Έβαλε και το χεράκι της μέσα για να δοκιμάσει πρώτη. Όλοι γελάσαμε πολύ. Βάλαμε μουσική και φάγαμε κάποια φαγητά που είχα ετοιμάσει.

Στις 9 περίπου πήγα να την βάλω για ύπνο. Της έβγαλα το ωραίο της φορεματάκι, έβαλε πυτζάμες και την πήρα στην αγκαλιά μου για να την κοιμίσω. Εκείνη είχε νανουριστεί μα δεν είχε κλείσει ακόμη τα ματάκια της.
"Είσαι το πιο πολύτιμο πλάσμα στον κόσμο. Ο δικός μου θησαυρός. Η μανούλα σε αγαπάει περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. Μην το ξεχάσει ποτέ αυτό. Να το νιώθεις ακόμη κι όταν είμαστε μακριά η μια από την άλλη." Είπα κι εκείνη πλέον είχε κοιμηθεί. Ένα χρόνο τώρα, αυτή τη διαδικασία κάθε βράδυ. Δεν είχα κουραστεί όμως. Χαιρόμουν που την έβλεπα σιγά σιγά να μεγαλώνει και ολοένα και δενόμουν περισσότερο μαζί της.

"Να την χαίρεσαι ψυχή μου την κορούλα σου." Είπε χαμηλόφωνα η μαμά μου που στέκονταν στην πόρτα
"Σε ευχαριστώ μανούλα μου." Είπα
"Έλα να καθίσουμε λίγο να τα πούμε. Μην ανησυχείς για την μικρή, ούτε που θα μας καταλάβει." Είπε και καθίσαμε στο κρεβάτι.
"Μαμά ξέρω ότι εσύ ήσουν η τελευταία που δέχτηκες όλη αυτή την κατάσταση. Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη αν σε απογοήτευσα, αν σε στεναχώρησα ή αν έκανα τα πάντα χωρίς να σε υπολογίσω καθόλου." Είπα μετανιωμένη κι εκείνη μου έπιασε το χέρι.
"Αγγελίνα, ήσουν πάντα ένα υπάκουο παιδί. Κανένα παράπονο δεν είχα από εσένα ποτέ. Εγώ όμως ήμουν πολύ συντηρητική και ξέρω ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν μου μίλησες εξ αρχής. Ένα χρόνο πριν, όταν μας πήρε η θεία σου τηλέφωνο και μας είπε ότι είσαι στο νοσοκομείο έχασα την γη κάτω από τα πόδια. Παρακαλούσα τον Θεό να είσαι καλά. Δεν μας είχε πει τι είχε γίνει και με το μυαλό μου έβαλα όλα τα κακά. Όταν μας εξήγησε και είδα το μωρό σου, τα χασα εντελώς. Τα έπαθα όλα όπως λέτε εσείς οι νέοι. Ξέρεις όμως, στην συνέχεια και αφού σε είδα πως είσαι με την Αθηνουλα, σκέφτηκα πως έτσι όπως εγώ σκεφτόμουν πάντα τι είναι καλύτερο για εσένα, έτσι σκέφτηκες κι εσύ, σαν μάνα και γέννησες αυτό το παιδί. Μετά από αυτούς τους στοχασμους είδα καθαρά πως δεν έκανα σφάλματα στην ανατροφή σου, αλλά πως σε μεγαλώσαμε με τον καλύτερο τρόπο και σε κάναμε σωστή γυναίκα που αναλαμβάνει τις ευθύνες της και παίρνει τις πιο σωστές αποφάσεις." Είπε και τα μάτια μου άρχισαν να ρίχνουν ασταμάτητα δάκρυα την αγκάλιασα σφιχτά.
"Γιατί έκανες την κόρη μου να κλαίει;" ρώτησε ο μπαμπάς που έμπαινε στο δωμάτιο
Τον αγκάλιασα κι αυτόν (family hug)
"Σας αγαπάω πολύ και τους δύο και σας ευχαριστώ για όλα."

Μαζί Where stories live. Discover now