Κεφάλαιο 15

63 4 0
                                    

Ο ήχος της αφύπνισης μας ξυπνάει και απορώ γιατί αφήσαμε ανοιχτά τα ξυπνητήρια. Η Ηλιάνα σηκώνει το χέρι της και το κλείνει.
"Τι ώρα είναι;" ρώτησα
"Πήγε 11." Απάντησε. Κοιμηθηκαμε λίγες ώρες αν σκεφτεί κανείς ότι πέσαμε για ύπνο κατά τις 5 αλλά με τόση ένταση φτάσαμε να κοιμόμαστε μισή ή μια ώρα μετά.
"Πόσο ήπια χθες το βράδυ; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει." Είπε
"Η αϋπνία θα φταίει. Άντε σηκω να φτιάξουμε κανα τσάι κι αν δεν περάσει θα σου δώσω παυσίπονο." Λέω και πηγαίνω προς το μπάνιο. Πλένω το πρόσωπό μου και βάζω μια κρέμα στο λαιμό μου, η οποία δεν καλύπτει εντελώς τα σημάδια. Πηγαίνω στην κουζίνα και ετοιμάζω το τσάι. Η Ηλιάνα έχει χυθεί σε μια καρέκλα. Πίνει λίγο από το τσάι.

"Λύσε μου σε παρακαλώ μια απορία. Θυμάσαι τι έγινε χθες το βράδυ;" ρώτησα
"Ότι ήρθαν κι αυτοί εκεί που ήμασταν;" ρώτησε
"Μόνο αυτό;" ρώτησα
"Και ότι υψωνατε τα ποτήρια με τον Χάρη." Εξηγεί
"Τέλεια." Λέω
"Γιατί τι άλλο έγινε;" ρώτησε
"Ότι χόρεψες με τον Διονύση; Δεν γίνεται να μην τον θυμάσαι." Είπα
"Για αυτό νιώθω ακόμη το άρωμά του;" ρώτησε
"Ναι. Γιατί ήσασταν μαζί μέχρι πολύ αργά." Είπα
"Ω τα καλύτερα δεν θυμάμαι." Είπε. Αφού ήπιαμε το τσάι, φτιάξαμε μεσημεριανό και φάγαμε.
Κατά τις πέντε και αφού ήμουν σίγουρη ότι ήταν καλά, έφυγε από το σπίτι μου.

Ούτε ένα τέταρτο αργότερα, χτύπησε το κουδούνι και ο Χάρης ήρθε στο σπίτι μου.

"Δεν πιστεύω να σε είδε κανείς;" ρώτησα
"Όχι. Κοίταξα παντού. Πουθενά δεν υπήρχε ψυχή." Είπε
"Τι κρατάς εκεί;" ρώτησα
"Παραλίγο να το ξεχάσω. Περνώντας από το ζαχαροπλαστειο πήρα κάτι φρέσκες πάστες που μόλις της έφτιαξε." Είπε και γέλασα μαζί του
"Δεν χρειαζόταν να φέρεις τίποτα." Είπα
"Δεν πιστεύω να έρθουν οι δικοί σου;" ρώτησε
"Όχι τώρα μιλούσα μαζί τους. Αύριο το βράδυ θα φτάσουν." Εξήγησα
"Δηλαδή είμαστε ελεύθεροι;" ρώτησε ενώ μπαίναμε στο δωμάτιό μου
"Βεβαίως." Είπα και κάθισα στο κρεβάτι μου
"Αυτό είναι πάντα πολύ καλό." Είπε και κάθισε κοντά μου
"Ελπίζω να έφερες τίποτα να διαβάσεις, γιατί εγώ προσωπικά θέλω να διαβάσω ιστορία." Του είπα και πήρε μια έκφραση σαν να του χάλασα τα σχέδια
"Αν θες όμως, μπορείς το βράδυ να μείνεις εδώ." Είπα
"Και θα κοιμηθούμε στο μονό;" ρώτησε χαμογελώντας
"Σε αυτό το κρεβάτι έχω κοιμηθεί τόσες φορές με την Ηλιάνα." Τον ενημερώνω
"Καιρός να κοιμηθούμε και μαζί αγκαλίτσα λοιπόν." Είπε γελώντας
"Τώρα όμως διαβασμα." Λέω και του πετω την τσάντα του

Διαβάσαμε ως τις 9:30. Εγώ καθισμένη στο κρεβάτι με την ιστορία κι εκείνος στο γραφείο μου να λύνει χημεία. Όταν κάτι δεν μας έβγαινε χτυπιομασταν λίγο αλλά το ξεπερνουσαμε.
Πρώτη τελείωσα εγώ με την ιστορία. Ο Χάρης είχε κολλήσει σε μια άσκηση. Έτσι πήγα στην κουζίνα και μας έφτιαξα από ένα τοστακι. Μέχρι να επιστρέψω στο δωμάτιο είχε τελειώσει κι αυτός. Κάθεται πλέον στο κρεβάτι μου.

"Τελείωσες;" ρώτησα γλυκά
"Ναι. Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά." Είπε και χτύπησε τα χέρια του στα πόδια του. Ανταποκριθηκα στο κάλεσμά του. Φίλησε τον αυχένα μου ενώ πέρασε τα χέρια του στην μέση μου. Εγώ άρχισα να τρώω το τοστ μου.
"Μωρό μου, πως τα πας με το διάβασμα;" ρώτησε
"Καλά μωρε. Καμιά δεκαπενταριά χιλιάδες τις βγάζουμε άνετα." Είπα
"Έτσι σε θέλω, αισιόδοξη. Αν και μπορείς περισσότερα." Είπε
"Και με τόσα βολεύομαι." Είπα ενώ του έδωσα να φάει το τοστ του. Κάθισα σταυροποδι πάνω στο κρεβάτι. Εκείνος όταν τελείωσε κάθισε πίσω και ήταν πλέον μισοξαπλωμένος.

"Βρήκα τι θα κάνουμε!" Είπα ενθουσιασμενη και στάθηκα μπροστά στην βιβλιοθήκη
"Να φοβάμαι;" ρώτησε και ανασηκώθηκε να δει τι ψάχνω
"Θα σου διαβάσω ποίηση." Λέω και απογοητευμενος πέφτει πίσω και πλέον είναι εντελώς ξαπλωμένος. Ανεβαίνω κι εγώ στο κρεβάτι δίπλα του και ξαπλώνω. Τον φιλάω στο μάγουλο. Γυρίζουμε και οι δύο έτσι ώστε να κοιταζομαστε στα μάτια.

"Δεν θες να σου διαβάσω λίγο Καβάφη;" ρώτησα παίρνοντας μια θλιμμένη έκφραση
"Ένα μικρό διάβασε." Είπε και υπακουσα
"Ήλθε για να διαβάσει. Είν' ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παραίτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται. Aνήκει πλήρως στα βιβλία "
"Δεν έχουμε αρχίσει καλά με τα βιβλία." Είπε ο Χάρης που άκουγε ανυπόμονα δίπλα μου
"Έλα τώρα έρχεται το καλό." Λέω χωρίς να πάρω τα μάτια μου από το βιβλίο
"Άντε να δούμε." Είπε
"αλλ' είναι είκοσι τριώ ετών, κ' είν' έμορφος πολύ·
και σήμερα το απόγευμα πέρασ' ο έρως
στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη.
Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή
η θέρμη πέρασεν η ερωτική·
χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως ....." είπα ολοκληρώνοντας το ποίημα.
"Αντικειμενικα δεν σου άρεσε;" ρώτησα ενώ άφηνα δίπλα μου το βιβλίο
"Πες με ρηχό αλλά δεν καταλαβαίνω από ποίηση." Είπε
"Τότε γιατί έχεις μπλέξει με ποιήτρια;" ρώτησα κοιτάζοντάς τον βαθιά μέσα στα μάτια.
"Γιατί είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί." Δήλωσε και μου χάρισε ένα φιλί. Συνέχισα εγώ κι γίνονταν πιο έντονο όλη την νύχτα.

Μαζί Where stories live. Discover now