Κεφάλαιο 54

42 2 0
                                    

Αγγελίνα

Ένας εφιάλτης με κάνει να πεταχτώ από τον ύπνο μου. Παίρνω δύο βαθιές ανάσες. Ένα φωτιστικό είναι αναμμένο ακόμη στο δίπλα κομοδίνο. Ο Χάρης λείπει από το κρεβάτι. Φοράω την ρόμπα μου και βγαίνω από το δωμάτιο. Πηγαίνω προς το γραφείο. Όπου βλέπω την λάμπα αναμμένη και τον Χάρη να κάθεται μπροστά στον υπολογιστή παρέα με τις σημειώσεις του. Πηγαίνω στο δωμάτιο της μικρής. Ανοίγω απαλά την πόρτα και την βλέπω να κοιμάται γλυκά αγκαλιά με το αρκουδάκι της. Το φωτάκι νυκτός γεμίζει φωτεινά αστεράκια το δωμάτιο. Την φιλώ στο μέτωπο κι εκείνη ούτε που κουνιέται. Της χαϊδεύω τα μαλλιά. Και σιγά σιγά φεύγω από το δωμάτιο. Πηγαίνω ως το γραφείο. Αυτή την φορά μπαίνω μέσα.

"Χάρη, η ώρα είναι 3. Έλα να κοιμηθούμε." Λέω ήρεμα και χαμηλόφωνα
"Πήγαινε εσύ κι έρχομαι." Είπε χωρίς καν να με κοιτάξει
"Το ίδιο είπες και πριν 4 ώρες." Είπα
"Τι θες μωρέ Αγγελίνα; Αν θέλω θα έρθω, αν δεν θέλω δεν θα έρθω. Μπορεί να έχω σοβαρότερη δουλειά να κάνω. Άσε με στην ησυχία μου." Είπε απότομα ενώ εξακολουθούσε να μην με κοιτά. Έσκυψα το βλέμμα και πήγα πάλι στο δωμάτιο. Άναψα το δικό μου φωτιστικό. Έπιασα την φωτογραφία που είχα στο κομοδίνο μου. Εμείς οι τρεις. Η τριπλή μας δύναμη. Ήταν. Τον τελευταίο καιρό ο Χάρης έχει αναλάβει ένα πρότζεκτ στα πλαίσια της πτυχιακής του. Ασχολείται όλη μέρα με αυτό χωρίς να ξεκουράζεται καθόλου. Φυσικά με τόση κούραση δεν έχει τα αποτελέσματα που θέλει. Έτσι είναι μονίμως μες τα νεύρα κι εμείς ούτε που τον βλέπουμε. Με στεναχωρεί πολυ αυτή η κατάσταση.
Αυτά σκέφτομαι και σιγά σιγά με παίρνει ο ύπνος μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι το πρωί.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και τακτοποιώ λίγο το δωμάτιο. Ο Χάρης δεν είναι στο κρεβάτι και η πλευρά του είναι ανέγγιχτη. Πηγαίνω να ξυπνήσω την μικρή. Η οποία είναι ήδη ξύπνια κι απλά κάθεται στο κρεβάτι της. Πηγαίνουμε στο μπάνιο να πλυθουμε και στην συνέχεια της βάζω το πρωινό γάλα της και την αφήνω στο σαλόνι να βλέπει τα πρωινά παιδικά. Στο μεταξύ εγώ ετοιμάζομαι για την Σχολή. Πηγαίνοντας στο σαλόνι, παρατηρώ το ανοιχτό φως του γραφείου. Μπαίνω μέσα και βλέπω τον Χάρη να έχει αποκοιμηθεί πάνω στις σημειώσεις.

"Χάρη ξύπνα ξημέρωσε." Λέω κι εκείνος πετάγεται κι αρχίζει να λέει για κάτι πράξεις και χημικά στοιχεία
"Βρε Χάρη πήγαινε μέσα να ξαπλώσεις." Είπα
"Τι μέρα είναι; Τι ώρα;" ρώτησε
"Τετάρτη 7:30 το πρωί. Μην ανησυχείς δεν δίνεις μάθημα σήμερα." Απάντησα
"Ναι αλλά πρέπει να συνεχίσω. Δεν έχω βρει τίποτα ακόμη." Είπε
"Χάρη σε παρακαλώ. Θα την πάω εγώ την μικρή στον παιδικό. Έτσι κι αλλιώς δίνω το τελευταίο μάθημα σήμερα." Εξήγησα
"Καλά πηγαίνετε." Λέει και τρίβει το πρόσωπό του

Μαζί Where stories live. Discover now