Κεφάλαιο 33

41 2 0
                                    

Χάρης

Ξυπνάω το πρωί ενώ η Αγγελίνα μου κοιμάται ακόμη δίπλα μου. Κάθομαι για λίγο στο κρεβάτι και Κοιτάζω τα μηνύματα στο κινητό μου. Δεν έχω και τίποτα ιδιαίτερο. Κυρίως από τα αδέρφια μου που μου ζητάνε να πάω για το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου. Εν τω μεταξύ όχι μόνο θέλουν να πάω αλλά μου κάνουν λίστες με πράγματα που θέλουν να τους πάρω από τα Γιάννενα. Αφού γειωσα για μια ακόμη φορά τα αδέρφια μου αφήνοντας τα μηνύματά τους στο "Διαβάστηκε" σηκώθηκα από το κρεβάτι έτοιμος να ακολουθήσω την πρωινή μου ρουτίνα. Πρώτα πλενομαι και μετά πηγαίνω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Όταν πήγα ξανά στο δωμάτιο, η Αγγελίνα είχε ξυπνήσει. Ειχε μάθημα μόνο το απόγευμα οπότε δεν την ενδιέφερε πολύ.

"Καλημέρα" Είπα και την φίλησα
"Καλημέρα." Είπε
"Τι σκέφτεσαι;" ρώτησα αφού την είδα να κάθεται ξαπλωμένη και να κοιτάζει την κοιλιά της. Κάθισα δίπλα της.
"Σκέφτομαι κάποια πράγματα για την μικρή." Είπε
"Όπως;" ρώτησα
"Για το πώς θα είναι..." Είπε
"Θα είναι πανέμορφη, ευγενική, με καλή καρδιά..." είπα
"Και κοντή." Πρόσθεσε η Αγγελίνα
"Γιατί να είναι κοντή;" ρώτησα γελώντας
"Είτε πάρει από εμένα είτε πάρει από εσένα, ύψος δεν θα πάρει από κανέναν. Αφού κάνεις από τους δύο δεν ξεπερνά το 1,75." Είπε
"Ακόμη κι αν είναι κοντούλα θα είναι χαριτωμένη. Αλλά δεν έχει να κάνει μόνο με εμας. Οι γονείς μας είναι πολύ ψηλοί." Είπα
"Λες να μοιάσει στους παπουδες της;" ρώτησε
"Σίγουρα θα πάρει κάτι κι από εκεί." Είπα
"Ελπίζω καλά στοιχεία. Γιατί οι δικοί μου ιδιαίτερα είναι αγύριστα κεφάλια." Είπε
"Οι δικοί μου να δεις." Συμφώνησα στα λεγόμενά της
"Ήθελα να ξέρα πώς θα αντιδράσουν όταν το μάθουν." Είπε
"Πότε θα το μάθουν;" ρώτησα
"Όταν γεννηθεί. Τα Χριστούγεννα ίσως." Απάντησε
"Δώρο Χριστουγεννων θα το πάμε;" ρώτησα
"Κάπως έτσι. Το πολύ πολύ να μείνουμε άστεγοι Χριστουγεννιατικα." Είπε
"Και μετά τα Χριστούγεννα;" ρώτησα
"Μετά τα Χριστούγεννα τι;" ρώτησε
"Πώς θα βολέψουμε Σχολή με το μωρό;" ρώτησα
"Εγώ αποκλείεται να σταματήσω τις σπουδές μου." Δήλωσε
"Το ξερω ρε αγάπη μου και συμφωνώ." Είπα
"Οπότε θα το παίρνουμε εναλλάξ μαζί μας." Είπε
"Που; Στο πανεπιστήμιο; Μέσα στα μικρόβια;" ρώτησα πανικόβλητος
"Ε καλά σιγά. Κι εμάς η μαμά μας όταν γεννηθήκαμε στο μαγαζί μας είχε." Είπε
"Βρε ναι και εμένα στο φροντιστήριο μαζί με έπαιρναν αλλά άλλο το πανεπιστήμιο." Είπα
"Απλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ας ευχόμαστε απλά να είναι ήσυχη και να μην δημιουργεί προβλήματα." Είπε
"Μακάρι για να μας διευκολύνει κι εμάς." Είπα
"Όσο σκέφτομαι ότι πρέπει να αρχίζουμε να ψωνίζουμε πράγματα, νιώθω τα έξοδα να με πνίγουν." Είπε
"Αλήθεια τι χρειαζόμαστε; Κούνια, καροτσι..." άρχισα να απαριθμώ
"Μην προτρεχεις. Από τέτοια θα πάρουμε μόνο ένα καροτσι 3 σε 1 που κάνει γύρω στα 350€. Τώρα με τις προσφορές μπορεί να το βρούμε και φθηνότερο. Τα μεγάλα έξοδα είναι τα άλλα." Είπε
"Τα άλλα;" ρώτησα
"Γάλα και πάνες. Αυτά κοστίζουν γιατί χρειαζόμαστε κάθε μέρα." Είπε
"Δίκιο έχεις. Από σήμερα κιόλας θα αρχίσουμε να παίρνουμε." Είπα και πήγα στην κουζίνα. Η Αγγελίνα πήγε στο μπάνιο.

Ενώ τρώγαμε πρωινό το τηλέφωνό μου χτύπησε. Ήταν ο πατέρας μου.

"Καλημέρα πατέρα." Είπα
"Καλημέρα Χαραλαμπη." Είπε
"Τι ήθελες πρωί πρωί;" ρώτησα
"Αναρωτιομασταν αν θα έρθεις για τριήμερο." Είπε
"Όχι πατέρα δεν νομίζω." Είπα
"Έλα μωρε δύο μερούλες. Να πάρεις και το αμάξι σου φεύγοντας." Είπε
"Πολύ δελεαστικό δεν λέω." Είπα
"Σκέψου το και αν θελήσεις έλα." Είπε

"Ποιος ήταν;" αναρωτήθηκε η Αγγελίνα
"Ο πατέρας μου. Θέλει λέει να πάω να πάρω το αμάξι." Είπα
"Πήγαινε." Είπε
"Όχι. Δεν σε αφήνω μόνη σου." Είπα
"Καλά θα είμαι εγώ. Πήγαινε." Επέμεινε
"Δεν ξέρω." Είπα
"Και το αυτοκίνητο θα μας χρειαστεί τώρα με το μωρό." Είπε
"Καλά τότε, θα δούμε." Είπα

Μέχρι το βράδυ με είχε πείσει. Αφού επιβεβαιωθηκα ότι δεν θα πάθει τίποτα όσο έλειπα και μετά από πολλές συζητήσεις έφυγα. Στην πόλη μου έμεινα λιγότερο από δύο εικοσιτετραωρα. Ήταν όμως αρκετός χρόνος να δω τους δικούς μου.

Όταν γύρισα πήγα γρήγορα στο σπίτι της Αγγελίνας για να την δω. Ήταν όλα εντάξει, όπως τα άφησα.

"Αυτό είναι από την μαμά σου." Είπα κι άφησα ένα δέμα στο τραπέζι
"Από την μαμά μου; Και γιατί το φέρνεις εσύ;" ρώτησε εντρομη
"Με έστειλε ο πατέρας μου να πάρω κάτι φακέλους από το μαγαζί της μαμάς σου και επειδή ήξερε ότι σπουδάζω κι εγώ εδώ με ρώτησε αν μπορώ να σου φέρω αυτό." Εξήγησα
"Και μου είπε πως έστειλε δέμα αλλά δεν μου είπε πως." Είπε και γέλασα πολύ αφού ακόμη δεν το είχε πιστέψει.

Μαζί Where stories live. Discover now