Κεφάλαιο 4

80 5 0
                                    

Το επόμενο πρωί ξύπνησα νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Ο Χάρης κοιμόταν ακόμη στο κρεβάτι που είχε ξαπλώσει. Με αθόρυβες κινήσεις βγήκα από το δωμάτιο. Κατευθύνθηκα προς το απέναντι δωμάτιο που έμεναν δύο άλλες φίλες. Χτύπησα την πόρτα. Η μία από αυτές μου άνοιξε. Μπήκα στο δωμάτιο.

"Καλημέρα." Ακούστηκε η χαρούμενη φωνή της Βενιας που ήταν ξαπλωμένη ακόμη
"Καλημέρα. Ξυπνήσαμε;" ρωτάω γελώντας
"Ναι καλέ. Πρέπει να ετοιμαστούμε. Θεσσαλονίκη είμαστε. Μην είμαστε όπως όπως." Εξηγεί η Σταυρούλα
"Αυτό το είχα ξεχάσει." Αναφέρω
"Δεν τα ξεχνάμε αυτά." Λέει η Βενια ναζιάρικα
"Τι έπαθες εσύ κορίτσι μου;" την ρωτάω γελώντας καθώς χαϊδεύω το κεφάλι της
"Αχ...η ζωή είναι ωραία" Λέει χαμογελώντας κοιτάζοντας το υπερπέραν
"Τι έπαθε;" ρωτάω με απορία την Σταυρούλα
"Ο Γιάννης έγινε δικός της." Λέει ειρωνικά η Σταυρούλα
"Ωπ τι έχουμε;" ρωτάω γελώντας την Βενια
"Αχ είναι έτσι ακριβώς όπως τον άφησα. Γίνεται τόσο τρυφερός όταν θέλει. Γενικά χθες περάσαμε ένα όμορφο βράδυ." Είπε με το χαμόγελο πάντα κολλημένο στο πρόσωπό της
"Ελπίζω σήμερα να περάσετε ακόμη καλύτερα." Εύχομαι
"Εσύ;" ρώτησαν
"Τι εγώ;" απόρησα
"Μόνη;" ρωτάει η Σταυρούλα όλο υπονοούμενο. Χαμογέλασα
"Όπως το ξέρετε. Εγώ δεν είμαι μόνη. Είμαι μαζί σας. Εσείς είστε όλη μου η χαρά." Εξηγώ χαμογελώντας. Γελούν
"Η μητέρα Τερέζα." Λέει η Σταυρούλα
"Όπως τόσα χρόνια άλλωστε." Συμφωνεί η Βενια
"Αλήθεια, που ήσουν εσύ πρωί πρωί;" αναρωτιέται η Σταυρούλα
"Πουθενά δεν ήμουν καλέ." Απαντώ
"Και το βιβλίο;" Απορεί η Βενια
"Απλά μωρέ κοιμάται η Ηλιάνα και ήθελα να διαβάσω λίγο." Εξηγώ
"Στις 7:30 το πρωί;" αναρωτιούνται
"Κορίτσια δεν πρέπει να βγαίνουμε από το πρόγραμμα." Λέω και γελάμε για λίγο.

Νιώθω το τηλέφωνο μου να δονείται. Κοιτάζω την οθόνη και βλέπω το όνομα της κολλητής μου.

"Λοιπόν κοριτσαρες εγώ πάω προς το δωμάτιο γιατί ξυπνησε και η Ηλιάνα. Ετοιμαστείτε εσείς και θα τα πούμε αργότερα." Εξηγώ φεύγοντας
"Θα τα πούμε."

Περπατάω κατά μήκος του διαδρόμου και Χτυπώ την πόρτα του δωματίου μας. Η Ηλιάνα μου ανοίγει και τραβώντας με από το χέρι με βάζει απότομα μέσα στο δωμάτιο.

"Τι κάνατε ρε; Είστε με τα καλά σας; Τι του είπατε του ανθρώπου; Γιατί δεν μου είπες τίποτα; Κι εσύ που ήσουν όλο το βράδυ;" άρχισε να διατυπώνει την μια ερώτηση μετά την άλλη
"Ένα ένα. Τι έγινε;" ρώτησα
"Γιατί, δεν ξέρεις;" ρωτάει κοιτάζοντάς με δολοφονικα
"Θες να μου πεις;" την ρωτάω ενώ ταυτόχρονα πέφτω στο κρεβάτι
"Ήρθε ο Διονύσης από εδώ χθες το βράδυ." Απαντάει
"Αλήθεια; Μπράβο του. Και τι κάνατε;" αναρωτήθηκα
"Κάτι για ένα πρόβλημα που είχαμε και τον έστειλε ο Χάρης να βοηθήσει μου είπε. Μετά χτυπουσε δίπλα αλλά δεν του άνοιγε γιατί έκανε μπάνιο από ότι ακούγαμε και αργότερα που χτύπησε ξανά πάλι δεν του άνοιγε. Μετά έστελνε στα παιδιά αλλά κι εκείνα στο κόσμο τους. Οπότε του λέω μείνε εδώ." Εξηγεί
"Και;" ρωτάω περιμένοντας να ακούσω
"Έπιασα εγώ το από δω κρεβάτι κι εκείνος έπιασε εκεί το άλλο κρεβάτι. Γύρισα εγώ πλάτη γύρισε κι εκείνος και κοιτάζοντας τον τοίχο με πήρε ο ύπνος." Εξηγεί
"Αυτό μόνο;" αναρωτήθηκα
"Τι περίμενες;"
"Τουλάχιστον είναι κι αυτό ένα βήμα." Είπα
"Μακάρι." Είπε
"Άντε και απόψε εύχομαι να γίνει κι άλλο βήμα." Είπα
"Θα γίνει;" απορησε
"Θα γίνει." Την επιβεβαίωσα

Η ώρα άρχισε να περνάει. Ντυθηκαμε κι εμείς και κατεβηκαμε για πρωινό. Εκεί ήταν ήδη πολλά παιδιά, όχι μόνο συμμαθητές μας αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Είναι η περίοδος, πριν τα Χριστούγεννα που γίνονται αρκετές εκδρομές.

Αργότερα το λεωφορείο μας μετέφερε στην Θεσσαλονίκη. Όλοι μας πήραμε τους δρόμους, αρχίσαμε τα ψώνια, πήγαμε για καφέ και γενικότερα γνωρίσαμε λίγο καλύτερα την πόλη της όμορφης Θεσσαλονίκης. Ο καιρός Βέβαια μας τα χαλάει λιγάκι. Ο ουρανός είναι γκρίζος και μελαγχολικός. Εμείς προσπαθούμε όμως να μην χάσουμε την όρεξη μας. Απόψε το πρόγραμμα έχει μπουζούκια. Είναι η τελευταία μας βραδιά και τίποτα δεν πρέπει να μας το χαλάσει.

Μαζί Where stories live. Discover now