Κεφάλαιο Πέμπτο, Μόνη Μου

956 135 15
                                    

Η πόρτα άνοιξε με ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο. Η Νάντια πέταξε τα κλειδιά της στο βάζο της εισόδου και τράβηξε τον Ζέιν κοντά της, όπως αυτός έμπαινε δεύτερος, δίνοντας του ένα μεγάλο φιλί.
Αυτός την κόλλησε πάνω του, φιλώντας την παθιασμένα. "Μου έλειψες" της ψιθύρισε στο αφτί και μετά το δάγκωσε απαλά, τραβώντας την προς το δωμάτιό της. 

Την έριξε απαλά πάνω στο κρεβάτι και συνέχισε να την φιλάει, διατρέχοντας την πλάτη της με τα δάχτυλά του. Σταμάταγε κάθε λίγο κοιτάζοντάς την στα μάτια. Αυτή του χαμογέλασε. "Και εμένα μου έλειψες.Τι θα κάνω κάθε μέρα μακριά σου; Μου λες;"

Τα πράσινα μάτια του Ζέιν συννέφιασαν για μια ανεπαίσθητη στιγμή. Τότε στράφηκε προς το κολιέ που είχε η Νάντια στον λαιμό της. Ένα περίτεχνο ασημένιο φυλαχτό με χαραγμένα μικρά, μικτά σύμβολα στο εξωτερικό του και στο εσωτερικό μια φωτογραφία ενός ζευγαριού κάπου στην δεκαετία του είκοσι που έμοιαζαν τρομερά με την Νάντια και τον Ζέιν. Της το είχε κάνει δώρο στην αρχή της σχέσης τους, μια μέρα που το βρήκε στο πατάρι του σπιτιού του. Της είχε πει ότι άνηκε στον παππού του και του δημιούργησε τρομερή εντύπωση η απίστευτη ομοιότητα μεταξύ τους. Έκτοτε δεν είχε εγκαταλείψει τον λαιμό της. 

"Μήπως έβγαλες καθόλου το κόσμημα σήμερα;" την ρώτησε κάπως αδιάφορα. Αυτή έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και ακούμπησε απαλά την αλυσίδα. "Όχι το είχα όλη μέρα πάνω μου, γιατί;" 

Ο Ζέιν σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και εγκατέλειψε το κρεβάτι. "Χωρίς λόγο, απλά ρωτάω."  Αρχίσε να κουμπώνει το μισοξεκούμποτο παντελόνι του και έφτιαξε τα ανάκατα μαλλιά του. Η Ναντια έκατσε οκλαδόν σύο κρεβάτι, κοιτάζοντας τον.

" Πρέπει να φύγω, μόλις θυμήθηκα ότι έχω να κάνω μια δουλειά. Θα σε δω αύριο;" 

"Φυσικά." Του απάντησε αυτή κάπως μπερδεμένη. Ηξερε πως έτσι ήταν ο Ζειν. Εξαφανιζόταν με το φύσημα του ανέμου. Πλέον μετά απο τόσα χρόνια το είχε συνηθίσει και δεν έμπαινε καν στον κόπο να ρωτήσει που πήγαινε μιας και ποτέ δεν έπαιρνε ξεκάθαρη απάντηση.

"Αντίο" Της είπε, αρπάζοντας το τζάκετ του και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο. Η εξώπορτα έκλεισε με κρότο και η Νάντια έμεινε μόνη της στο μεγάλο διώροφο σπίτι. 

Έκλεισε τα μάτια της και έμεινε για λίγο σιωπηλή στο κρεβάτι. Ησυχία...Μισούσε την ησυχία γιατί ήξερε πως αν δεν απασχολούσε με κάτι το σωμα και το μυαλό της, θα θυμόταν.

Το βλέμμα της διέτρεξε το δωμάτιο πέφτοντας πάνω σε εκείνη την κουνημένη, άθλια φωτογραφία που απεικόνιζε δύο όμορφα πρόσωπα να κοιτάνε το ένα το αλλά χωρίς να ξέρουν ότι κάποιος απαθανάτιζε την στιγμή. Η μια ήταν η μητέρα της και ο άλλος ο αδερφός της. Του έφτιαχνε την γραβάτα για την ημέρα της αποφοίτησης του και αυτός της έλεγε ένα ανόητο αστείο. 

Την φωτογραφία την είχε τραβήξει η ίδια και ήταν η μοναδική που είχε κρατήσει. Όλες τις άλλες τις είχε κάψει...

Ακόμα θυμόταν την μυρωδιά του καπνού να μπαίνει μέσα στα πνευμόνια της και να την πνίγει. Αν δεν είχε φτάσει ο Ζέιν την κατάλληλη στιγμή θα είχε γίνει και αυτή παρανάλωμα του πυρός, μαζί με αυτό το άδειο σπίτι. 

Τα μάτια της βούρκωσαν, όπως είχαν κάνει μυριάδες φορές στο παρελθόν για τον ίδιο λόγο. Της έλειπαν. 

Σηκώθηκε και έπιασε την φωτογραφία, χαϊδεύοντας απαλά τα πρόσωπά τους. "Μακάρι να ήσασταν εδώ." Τους ψιθύρισε. "Μαμά τα καταφέραμε! Περάσαμε στην ιατρική. Όπως πάντα ήθελες! Μακάρι να με έβλεπες..." πήρε σφιχτά αγκαλιά την φωτογραφία και ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν λυτρωτικά. "Σου ορκίζομαι πως θα είμαι δυνατή. Σου το ορκίζομαι..." και κάπως έτσι την πήρε ο ύπνος, σε μια εμβρυακή στάση, αδύναμη και εξουθενωμένη. Ήταν μια εικόνα που κανείς δεν είχε δει ποτέ και ούτε θα έβλεπε όσο περνούσε από το χέρι της...

Η Τελευταία ΖωήWhere stories live. Discover now