Dark Fairytale

633 88 28
                                    


Με το που έκλεισαν οι πόρτες των μπουντρουμιών, το κοριτσάκι στην αγκαλιά της δαιμόνισσας ξέσπασε σε ηχηρά αναφιλητά. Η μητέρα της της χάιδεψε τα μαλλιά, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. "Ησύχασε, γλυκό μου, η μαμά δεν θα αφήσει κανέναν να σε πειράξει. Είναι εδώ και σε κρατάει σφιχτά."

Η Νάντια ανακάθισε με δυσκολία, κοιτάζοντας επίμονα τον σάκο έξω από το κελί της. Είχε την εντύπωση πως ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό, πίσω από τους χοντρούς, πέτρινους τοίχους, δημιουργώντας της μια τρελή επιθυμία να τους γκρεμίσει και να ρίξει λίγο φως σε αυτή την άθλια τρύπα. Κάτι σε αυτό το μέρος έκανε την καρδιά της να τρέμει, σαν κάποιος να είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω από την ψυχή της, πνίγοντας την. Ο λαιμός της κόμπιασε και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. Τα ακούμπησε με την ανάστροφη της παλάμης της, σταματώντας το ρίγος. Δεν την ήθελε άλλο αυτή την ζωή, ήταν μια κινούμενη καταστροφή. Σύρθηκε ως την άκρη του κελιού και τέντωσε το χέρι της, πιάνοντας την τραχιά επιφάνεια του σάκου. Τον τράβηξε κοντά της, αγκομαχώντας, αλλά δεν κατάφερε να τον περάσει μέσα από τα κάγκελα. Έχωσε το χέρι της, βαθιά σε αυτόν και ένιωσε την σαβούρα που υπήρχε μέσα του. Μυτερές γωνίες, υφάσματα, άγνωστα υλικά... Ψηλάφισε κάτι που έμοιαζε με βιβλίο και το ανέσυρε.

Ήταν φθαρμένο στις γωνίες και μύριζε σκόνη. Άνοιξε το εξώφυλλο, προσπαθώντας να διαβάσει, αλλά δεν διέκρινε καθόλου τα γράμματα. Οργή αναδύθηκε από το στομάχι της και κατέληξε κραυγή στον λαιμό της. Πέταξε το βιβλίο στον τοίχο απέναντι, φωνάζοντας, βρίζοντας και καταλήγοντας σε λυγμούς."Πως στο διάολο θα θυμηθώ, όταν με το ζόρι μπορώ να δω τι υπάρχει μπροστά μου;" Τράνταξε και χτύπησε τα κρύα σίδερα, με το πρόσωπό της κολλημένο πάνω τους. Έμεινε σ'αυτή την στάση, έχοντας σφραγισμένα τα μάτια και με τα δάκρυα να κυλούν.

***

Τα μπουντρούμια είχαν βυθιστεί ξανά στην σιωπή. Η μικρή είχε σταματήσει το κλάμα, το ίδιο και η Νάντια. Ένας γλυκός ψίθυρος γέμιζε τώρα τον χώρο. Η κοπέλα παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο η δαιμόνισσα καθησύχαζε το παιδί της. Η ίδια ένιωθε γελοία που αντέδρασε χειρότερα απο την μικρή. Μισούσε το γεγονός ότι βαθιά μέσα της ευχόταν να είχε και αυτή την μητέρα της, να της χαϊδεύει έτσι τα μαλλιά. Έδιωξε γρήγορα την σκέψη, η οποία την έκανε ακόμα πιο γελοία. Ήταν ένα αδύναμο, ανάξιο πλάσμα και απεχθανόνταν τον εαυτό της γι'αυτό. Επιζητούσε διακαώς κάποιον να την προστατέψει και αυτό έπρεπε να αλλάξει...

Η Τελευταία ΖωήWhere stories live. Discover now