Κεφάλαιο Εικοστό Τέταρτο, "κολλητές"

731 106 1
                                    

Ο ύπνος γινόταν κάθε φορά και πιο ανυπόφορος για την Νάντια. Από τότε που σταμάτησε τα φάρμακα, άρχισε να βλέπει ξανά περίεργες σκιές.

Την έβρισκαν πάντα στις πιο απρόσμενες στιγμές. Επαιζαν φρικαλέα παιχνίδια μαζί της, με το να της αφηγούνται ιστορίες από το παρελθόν για τέρατα που βίαζαν ανυπεράσπιστες γυναίκες και βασιλιάδες που αποκεφάλιζαν πανίσχυρες μάγισσες. Πίσω απο κάθε αφήγηση η κοπέλα έβρισκε ενα κοινό σημείο, το αδύναμο φύλο...

Πάντα υποβαθμισμένες ανάμεσα στους αιώνες, αλλά απίστευτα δυνατές και αήττητες. Η Νάντια ανέκαθεν πίστευε ότι το ανδρικό φύλο έτρεμε την ψυχική δύναμη και ευστροφία του γυναικείου, γι'αυτό κατέπνιγε την φωνή του. Μέσα της ένιωθε να καίει η ανάγκη να αποδείξει λάθος ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν ήξερε και που δεν θα γνώριζε ποτέ της. Είχε πάρει απόφαση πως δεν θα άφηνε την αρρώστια να την νικήσει και ας μην ήταν κανείς εκεί να την επιβραβεύσει για τον θρίαμβό της. Θεωρούσε τον εαυτό της πιο δυνατό απο την σχιζοφρένεια και είχε σκοπό να επιβεβαιώσει πως η διακοπή των χαπιών ήταν η σωστή κίνηση.

Είχαν περάσει δύο βδομάδες από τότε που τα έκοψε. Βρισκόταν σε διαρκές άγχος για το πότε θα εμφανιστεί κάποια σκιά. Παρόλα αυτά ο Ντάμιαν είχε δίκιο. Τα φάρμακα την κατέστρεφαν. Την έκαναν καταθλιπτική, αδιάφορη και υπερβολικά εξαντλημένη.

Είχε πλέον καταφέρει να μπει σε μια σχετική ρουτίνα. Ξύπναγε, έτρωγε, πήγαινε πανεπιστήμιο, επέστρεφε, διάβαζε, κοιμόταν και πάλι απ'την αρχή. Η Ειρέν δεν την έπαιρνε πια για να πάνε μαζί στην σχολή καθώς ο Τζο την πηγαινοέφερνε. Είχαν απομακρυνθεί και αυτό την πλήγωνε. Από το βράδυ που μπήκαν κρυφά στο Πανεπιστήμιο η Ειρέν δεν ήταν η ίδια. Της μίλαγε ελάχιστα και δεν την κοίταγε στα μάτια όταν το έκανε. Ήταν απόμακρη κάθε μέρα και περισσότερο. Η Νάντια αγανακτούσε με αυτήν της την στάση και είχε σκοπό να της μιλήσει με την πρώτη ευκαιρία που θα έβρισκε.

Ένιωθε ξανά μόνη της, αν και ο Ζέιν ήταν εκεί. Προσπαθούσε να την πλησιάσει αλλά δεν τον άφηνε. Ηταν σαν κάτι να ειχε σπάσει μέσα της και τα γυαλιά τρίβονταν κάτω από το δέρμα της. Πλέον κάθε συναίσθημα που ένιωθε μπορούσε να το κάνει εικόνα να διαδραματίζεται πανω στο σώμα της. Έτσι ήταν χωρίς τα φάρμακα. Τα ένιωθε όλα πιο βαθιά, πιο έντονα. Φυσικά, αυτό ήταν προτιμότερο μιας και η προηγούμενη ψυχρότητα της, φάνταζε  ανυπόφορη. Ήταν καιρός να ξεσπάσει.

Η Τελευταία ΖωήΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα