Κυνήγι Δαιμόνων

495 79 20
                                    

Η δύναμη με την οποία κατατρόπωσε η δαιμόνισσα τους φρουρούς, άφησε άναυδη την Νάντια. Κρατούσε την μικρή στην αγκαλιά της, η οποία είχε το ένα χέρι τυλιγμένο στο λαιμό της και στο άλλο κράταγε το γαλάζιο βιβλίο που είχε πάρει μαζί της η Νάντια. Τώρα έβλεπε πως ήταν ημερολόγιο, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για περεταίρω παρατήρηση. Η μικρή φαινόταν αναστατωμένη, αντικρίζοντας την μητέρα της να διαλύει με χάρη όποιον στεκόταν στον δρόμο τους και ύστερα να κρύβει τα πτώματα. Έτσι η κοπέλα έσφιξε το λεπτεπίλεπτο χεράκι της, σε μια απόπειρα να την ησυχάσει.

"Πως σε λένε;" Την ρώτησε σιγανά.

"Μπέριθ." Απάντησε ψιθυριστά η μικρή, χώνοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά της Νάντια. "Μυρίζεις όμορφα. Δεν έχω ξανασυναντήσει έναν από εσάς. Τους ανθρώπους. Ο μπαμπάς μου, μου έλεγε ιστορίες για εσάς. Είστε πολύ κακοί όταν θέλετε." Το τελευταίο το είπε με τρεμάμενη φωνή.

"Είναι αλήθεια."Της απάντησε η Νάντια. "Και εγώ θα γίνω πολύ κακιά, αν κάποιος προσπαθήσει να σε πειράξει." Χαμογέλασε, ελπίζοντας να είναι ικανή να κρατήσει την υπόσχεσή της. Πως θα το έκανε όμως, όταν δεν μπορούσε να προστατέψει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό;

Η μητέρα της Μπέριθ επέστρεψε, με σταγόνες ιδρώτα να σχηματίζονται στο μέτωπο. "Βρήκα την έξοδο, αλλά είναι σφραγισμένη. Την έσπρωξα με όλη μου την δύναμη, αλλά δεν κατάφερα και πολλά. Είμαστε παγιδευμένοι."

"Άσε με να προσπαθήσω κάτι." Είπε η Νάντια, αφήνοντας απαλά την μικρή κάτω. "Σε παρακαλώ, μην το χάσεις."Έδειξε το ημερολόγιο, μιλώντας στην Μπέριθ. "Μείνετε κρυμμένες." Απηύθυνε τον λόγο στην μητέρα και αυτή της ένευσε.

Περπάτησε μέσα στον παγωμένο, σκοτεινό διάδρομο, προσπαθώντας να προσαρμόσει τα μάτια της. Τα αθλητικά της προκαλούσαν παφλασμούς, ερχόμενα σε επαφή με το υγρό, πέτρινο πάτωμα. Τα μπράτσα της είχαν παγώσει, μιας και είχε δώσει την μαύρη ζακέτα της στην μικρή δαιμόνισσα.

Ο διάδρομος απλωνόταν μπροστά της, κατευθύνοντας την προς μια συγκεκριμένη πόρτα. Την μια στιγμή δεν ακουγόταν τίποτα και την άλλη ξεκίνησαν οι φωνές. Οικείος ήχος στα αφτιά της, η κοπέλα δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένη που άκουγε τις σκιές να της μιλάνε.

Ευθεία, Βασίλισσα. Της έλεγαν οι περισσότερες.

Όχι! Φώναζαν άλλες. Πρέπει να τον δει.

"Ποιόν;"

Κανέναν! Ούρλιαζαν τώρα.

Μα, είναι τόσο κοντά! Απάνταγαν άλλες.

Η Τελευταία ΖωήWhere stories live. Discover now