Κεφάλαιο 19, Στάχτη

692 115 6
                                    

Ένα χάδι πάνω στο ζεστό της μάγουλο, την έφερε πίσω στο παρόν. Άνοιξε απότομα τα μάτια και κοίταξε τριγύρω αλαφιασμένη. Είχε την γεύση του αίματος στο στόμα της, που την έπνιγε, αναγκάζοντάς την να βήξει. Κοίταξε τα χέρια της και είχε ξερό αίμα πάνω. Επρεπε να το ξεφορτωθεί αμέσως.

Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή μεταφέροντας τις φωνές απ'την αυλή. Η νύχτα είχε δώσει την θέση της στην μέρα και η βροχή σε μια πανέμορφη λιακάδα. Κανείς δεν ήταν κοντά της. Τι την είχε ξυπνήσει;

Πήγε να μιλήσει αλλά ήταν σαν να είχε καταπιεί γυαλόχαρτο. Το σώμα της ήταν μουδιασμένο. Έκλεισε ξανά τα μάτια και τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε τι είχε δει, τι είχε ακούσει. Την πλημμύρισε πανικός και έκανε να σηκωθεί. Έδιωξε απο πάνω της την αγαπημένη της μπορντό κουβέρτα με την οποία κάποιος την ειχε σκεπάσει.

"Καλημέρα ηλιαχτίδα." Τραγούδησε η Ειρέν μπαίνοντας μέσα στο σπίτι."Ήταν ώρα να ξυπνήσεις. Έχει μια τρομερή μέρα έξω. Φάει κάτι και έλα να κάτσουμε. Έχει τηγανίτες στο τραπεζάκι της κουζίνας."

Η Νάντια της χαμογέλασε απαλά. "Ξύπνησε;" ακούστηκε η φωνή του Ντάμιαν απο μακριά.
"Ναι." Του απάντησε η Ειρέν.
"Πώς είναι;"
"Κοιμισμένη ακόμα..."
"Μπορώ να σας ακούσω..." είπε η Νάντια αλλά η φωνή της κατέληξε να ακουστεί πνιχτή. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα όπου βρήκε της ζεστές ακόμα τηγανίτες πασπαλισμένες με ζάχαρη άχνη και φραγκοστάφυλα. Που στο καλό τα είχα βρει τα φραγκοστάφυλα; Όσο και αν ήθελε να τις δοκιμάσει, το στομάχι της ήταν κόμπος. Ανοιξε την βρύση και άρχισε να τρίβει μανιωδώς τα χέρια της μέχρι να εξαφανιστεί κάθε ίχνος αίματος. Τα στέγνωνε και πήρε μια ανάσα για να χαλαρώσει βάζοντας λίγο σκέτο καφέ. Επιασε την κουβέρτα από τον καναπέ, την έριξε στην πλάτη της και βγήκε έξω στην πρωινή δροσιά.

Το κλίμα της θύμισε το όνειρο της και την έκανε να ανατριχιάσει. Πως το είχε κάνει αυτό ο Ντάμιαν; Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Την είχε επηρεάσει με όλες αυτές τις μπούρδες για τις προηγούμενες ζωές και γι'αυτό είδε ότι είδε. Φυσικά ήταν και αυτός στο όνειρο γιατί την πήρε ο ύπνος κοιτάζοντάς τον. Όλα είχαν μια λογική εξήγηση.

"Τι κάνετε ξύπνιοι τόσο νωρίς, ανώμαλα όντα;"

"Εδώ, ο Τζο προσπαθεί να φτιάξει το αυτοκίνητο χωρίς την βοήθεια μηχανικού."  Της απάντησε η Ειρέν.

"Μέχρι να έρθει ο γερανός θα έχω τελειώσει!"

"Προσπαθείς μιάμιση ώρα, μάτια μου, δίχως πρόοδο..."

Η Τελευταία ΖωήWhere stories live. Discover now