Κεφάλαιο Τριακοστό Τέταρτο

665 91 5
                                    

Η Νάντια πετάχτηκε από τον ύπνο με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Ο φόβος την είχε μαρμαρώσει. Παράλληλα ήταν θυμωμένη που ο Aaron την είχε ναρκώσει, δίνοντας της φάρμακα για την σχιζοφρένεια. Ήξερε πως αυτό που είδε δεν ήταν ένας εφιάλτης, αλλά η πραγματικότητα. Μια διαστρεβλωμένη, αισχρή πραγματικότητα, στην οποία είχε ζήσει, με οδηγούς τον φόβο και τον πόνο. Ήταν τόσο άδικος ο τρόπος που πέθανε, που την γέμιζε οργή και μόνο που το σκεφτόταν.

Έπιασε το στομάχι της εκεί που την είχε πετύχει το βέλος. Το δέρμα ήταν καυτό από κάτω. "Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Νόμιζα πως μ'αγαπούσες." Μονολόγησε μόνη της μέσα στο τεράστιο, σκοτεινό δωμάτιο. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά και ο αέρας έξω λυσσομανούσε. Η προδοσία του Ζέιν ήταν ανυπόφορη και το χειρότερο ήταν πως αυτή τον αγαπούσε ακόμα. Θα πέθαινε στην ιδέα πως θα πάθαινε κάτι.

Σηκώθηκε και άναψε ένα κερί. Κατευθύνθηκε προς την μεγάλη ξύλινη τουαλέτα που στόλιζε τον χώρο δίπλα από τα πελώρια παντζούρια. Κοίταξε το πρόσωπό της στο καθρέφτη για να μπορέσει να επιστρέψει πίσω στην πραγματικότητα. Φυσικά η ζωή δεν της είχε φερθεί πιο ευγενικά και σε αυτό το σώμα. Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει, τι να πρωτοκάνει. Από την μια ήταν αυτή η φωνή που της έλεγε να τα αποδεχτεί όλα, λες και ήταν φυσιολογικά και από την άλλη, δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί. Της φαινόταν υπερβολικά σουρεάλ για να είναι αληθινό.

Κοίταξε τα μάτια της στην αντανάκλαση του καθρέφτη και ένα άλλο ζευγάρι μάτια της ήρθε στο μυαλό. Δύο γαλανές σφαίρες που φάνταζαν να έχουν καταβροχθίσει λαίμαργα όλον τον ουρανό! Ήξερε πως ο Ντάμιαν θα στοίχειωνε την ύπαρξή της από την στιγμή που τον αντίκρισε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η πρώτη φορά που τον είδε μέχρι πολύ πρόσφατα που η ανάμνηση κατέκλεισε τις αισθήσεις της. Ήταν τόσο διαφορετικός στο παρελθόν. Η φιγούρα του ήταν αγέρωχη και το χαμόγελό του αληθινό. Τώρα έμοιαζε τσακισμένος και πληγωμένος. Κάθε φορά πιο απότομος από την προηγούμενη. Ήθελε να τον πάρει στην αγκαλιά της και να βάλει ένα, ένα τα σπασμένα κομμάτια του ξανά στην θέση τους. Ήθελε να φιλήσει μακριά τον πόνο, αφού πρώτα τον εμπόδιζε να σκοτώσει τον Ζέιν. Έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό και έπρεπε να δράσει τώρα.

Βαθιά μέσα της πίστευε ότι ο Ζέιν είχε ένα λόγο που την ήθελε νεκρή και δεν μπορούσε να του επιτρέψει να πεθάνει αν πρώτα δεν τον μάθαινε. Δεν είχε όμως ιδέα που να πάει, πως να τους βρει. Για ακόμη μια φορά την είχαν κρατήσει στο σκοτάδι. Έτσι και αυτή αποφάσισε να γίνει το σκοτάδι. Έβαλε ένα μαύρο παντελόνι και έριξε πάνω της το δερμάτινο τζάκετ της. Φόρεσε τις μαύρες, ορειβατικές της μπότες και έπιασε τα μαλλιά της ψηλά. Άρπαξε το κινητό της, τα κλειδιά της και βγήκε από το δωμάτιο.

Η Τελευταία ΖωήΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα