Καλό Κατευόδιο

558 90 15
                                    

*Αυτό το τραγούδι θα με στοιχειώνει για πάντα.*
*Sometimes we're holding angels and we never even know!*

*Όπως θα με στοιχειώνει και το τελευταίο κεφάλαιο, που έπεται αυτού...*


Το πρώτο πράγμα που θυμόταν μετά το χειρουργικό κρεβάτι είναι να περνάει το κατώφλι του σπιτιού, με μουδιασμένα άκρα. Τα μάτια της ήταν διαρκώς βουρκωμένα και έπαιρνε βαθιές ανάσες προσπαθώντας, απελπισμένα να γεμίσει το κενό μέσα στο στήθος της. Δεν ένιωθε πόνο, μόνο βαθιά απώλεια, απέραντο κενό. Τόσο αχανές που φοβόταν ότι την κατάπινε αργά και βασανιστικά.

Ένα χέρι έπιασε τον ώμο της και το βλέμμα της συνάντησε τα καθησυχαστικά μάτια του πατέρα της. Κάτι μέσα της ράγισε και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μέσα στην αγκαλιά του, πνίγοντας τους λυγμούς της πάνω στο στερνό του. Αυτός της χάιδεψε τα μαλλιά, μιλώντας της ψιθυριστά, όμως η Νάντια δεν μπορούσε να τον ακούσει.

Έχασε το μέτρημα του χρόνου. Ήταν λεπτά; Ήταν ώρες; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ο χρόνος κυλούσε τόσο περίεργα...

Απομακρύνθηκε σκουπίζοντας τα μάγουλά της. Τράβηξε τα μαλλιά της από το πρόσωπό της, εισπνέοντας βαθιά και κοίταξε τριγύρω. "Πως βρέθηκα εδώ; Δεν θυμάμαι τίποτα μετά το χτύπημα. Είμαι ζωντανή!"

Το μόνο που της απάντησε ήταν. "Κατατρόπωσες τον Κυνηγό και μετά σε πήρα μακριά."

"Ο Αζαζέλ; Το σώμα του; Που είναι;"

Μετά από μερικά λεπτά, ο Λούσιφερ αποφάσισε να της απαντήσει με ένα απλό "Το τακτοποίησα."

"Τι θα πει το τακτοποίησες. Τι είναι για να το τακτοποιήσεις;" Φρέσκα δάκρυα κυλούσαν ξανά πάνω στο πρόσωπό της, τσούζοντάς το. Ο Λούσιφερ δεν της απάντησε.

Η Νάντια άλλαξε θέμα. Δεν ήθελε να του φωνάζει. Ήξερε ότι την νοιαζόταν. Και κατά κάποιο τρόπο τον εμπιστευόταν. Δεν θα κακομεταχειριζόταν το σώμα του. Από την άλλη, η ίδια ήξερε πως θα κατέρρεε αν το έβλεπε άψυχο μπροστά της. Γι'αυτό προτίμησε να μην ρωτήσει τίποτα παραπάνω.

"Είναι καταθλιπτικά εδώ. Δεν θέλω να μείνω άλλο σε αυτό το μέρος."

"Δεν χρειάζεται να το κάνεις. Μπορείς να μείνεις όπου θέλεις." Δήλωσε αυτός σταθερά.

"Γλυκιά μου." Η Κασσάνδρα στεκόταν στην κάσα της πόρτας, λευκή σαν το πανί. "Σε παρακαλώ μην φεύγεις." Της είπε σπαρακτικά.

Η Τελευταία ΖωήWhere stories live. Discover now