The Hunter

640 81 8
                                    

Ηταν μια γλυκιά μέρα στην Νήσο Μαν

Ουπς! Αυτή η εικόνα δεν ακολουθεί τους κανόνες περιεχομένου. Για να συνεχίσεις με την δημοσίευση, παρακαλώ αφαίρεσε την ή ανέβασε διαφορετική εικόνα.

Ηταν μια γλυκιά μέρα στην Νήσο Μαν. Η θάλασσα ήταν γαλήνια και η λιθόστρωτη παραλία κοντά στην κωμόπολη Μπάλαφ ήταν το τέλειο μέρος για να παίξει κρυφτό μια παρέα από παιδιά του δημοτικού, μετά το σχόλασμα. Ετρεχαν πάνω κάτω στην ακτή, γελώντας και φωνάζοντας.

Κανένα τους δεν παρατήρησε την αλλαγή στον αέρα, που γινόταν όλο και πιο δυνατός. Φυσικά δεν έδιναν προσοχή στης καθημερινές νουθεσίες των ανήσυχων μανάδων τους, που τους προειδοποιούσαν να μένουν μακριά απο τα ανοιχτά της Ιρλανδικής θάλασσας όταν πλησίαζε καταιγίδα. Συνέχιζαν λοιπόν αμέριμνα το παιχνίδι τους.

Η θάλασσα φούσκωνε και τα κύματα άρχιζαν να γίνονται πιο επιθετικά. Ριπές ανέμου έφερναν ψιλόβροχο, με τα σύννεφα να σχηματίζουν δίνες. Ενά αγοράκι στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας τα ανακατεμένα νερά. Θυμήθηκε τις ιστορίες που του έλεγε η μητέρα του για τα πλάσματα του νερού που αρπάζουν αγοράκια όταν αυτά δεν ήταν προσεχτικά.

"Μάικλ." Φώναξε έναν φίλο του, που είχε κρυφτεί πίσω απο κάτι ξεβρασμένα κούτσουρα. Ο Μάικλ δεν του απάντησε, μη θέλοντας να προδώσει την θέση του. "Μάικλ, επανέλαβε ο μικρός ακόμα πιο δυνατά, μήπως πρέπει να γυρίσουμε σπίτι; Αρχισε να κάνει κρύο και οι μαμάδες μας θα γίνουν έξαλλες και δεν θέλω να με τιμωρήσει η δικιά μου ξανά. Θα μου απαγορέψει το μεσημεριανό γλυκό και σήμερα έχουμε πουτίγκα."

Ο Μάικλ βγήκε από την κρυψώνα του νευριασμένος. "Ράμσεϊ, είσαι τόσο μεγάλος χέστης. Κατέστρεψες το παιχνίδι..." Του ειπε και τον χτύπησε σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

Ο Ράμσεϊ πήγε να βάλει τα κλάματα. "Μα θέλω να φάω πουτίγκα. Ασε που πρέπει να τα κάνω κιόλας. Δεν κρατιέμαι άλλο."

"Πήγαινε πίσω από τα βράχια." Ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή και η Μάρθα βγήκε απο την κρυψώνα της.

"Δεν θέλω. Ντρέπομαι! Θα παω σπίτι."

"Ωχ, Ράμσεϊ, θα είσαι μια ζωή κότα." Είπε ο Μάικλ πιάνοντας ενα πετραδάκι και πετώντας στο στην θάλασσα για να κάνει βατραχάκια, αλλά ένα κύμα το κατάπιε μονομιάς πριν κάνει δεύτερο γκελ. Ο αέρας έγινε ακόμα πιο επιθετικός και η Μάρθα έσφιξε το γαλάζιο μπουφάν της πιο σφιχτά γύρο απο το κορμάκι της. Το έδαφος άρχισε να κουνιέται, σαν κάποιος γίγαντας να περπατά πάνω σ'αυτό.

Η Τελευταία ΖωήΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα