Η Κυκλαμίνη 1/2

126 16 7
                                    

Την έψαξες δε ευωδιαστά λιβάδια και σε χαμόγελα. Την βρήκες στο αστέρι
σου και την κρατήσεις φυλαχτό. Σάμπως μπορούσες παρα να ελπίζεις;

"Είναι ελεύθερο πνεύμα" Δικαιολογούσες τις φυγές της και αγκάλιαζες με όλη σου την δύναμη το μαραμένο λουλούδι που αγαπούσε.

Την ρώτησες τον όνομά της και δεν σου έλεγε.

Επρεπε να είναι κάτι ξεχωριστό.

Κυκλαμίνη μου.

Ο,τι έβλεπες στα ριγέ μπλουζάκια και στα καρέ μαλλιά είχε χαθεί από τιν ορίζοντά σου.

"Θα γυρίσει" Ελεγες στον εαυτό σου δίνοντας πυγμή στους λυγμούς σου.

Δεν θα γυρνούσε.

Ηξερε να ξεχνάει όσο και να αγαπάει. Ησουν ηδη πολύ τυχερός.

"Κυκλαμίνη" Ούρλιαζες στο κενό.

Αυτά που λάτρευαν τα στο χρυσαφί της μάτια είχαν ξεθωριάσει. Το μελάνι είχε σβηστεί και στο χαρτί υπήρχαν απλά γκρίζες μουτζούρες. Εκλαιγες και πόναγες, όλο αυτό σε κατέστρεφε.

"Θα γυρίσει" Τους έλεγες σιγανά. Βλαστημούσες την ελεύθερη ψυχή της που μισούσε τα δεσμά.

Την ημέρα έλεγες σε αυτούς πόσο σίγουρος είσαι.

"Θα ξαναέρθει." Μα πέρναγε ο καιρός. Και οι νύχτες ήταν ζοφερές και έχωναν τα νύχια τους στα σπλάχνα σου.

Ησυχία. Δεν είχες γνωστούς. Για εσένα ολα ηταν παγερά και απόμακρα. Διαλυόσουν απίστευτα. Σαν χαρτί που καίγεται έτσι και κι εσύ παραδινόσουν.

Και υποκρινόσουν άλλους ρόλους.

"Ισως να μην έρθει."

"Δεν με ενδιαφέρει πια."

"Καλή ζωή να έχει , εγώ έχω την δική μου."

Κι ο χρόνος δεν απάλυνε τον πόνο σου. Σε βασάνιζε με τον χειρότερο τρόπο. Αλλά είσαι καλός ηθοποιός. Κανείς δεν σε κοροϊδεύει πλέον.

"Που την θυμήθηκες αυτήν;"

Την Κυκλαμίνη.

Ψηθίριζε ο νους σου και μισούσες κι άλλο την ιδέα της αγάπης.

Μπούρδες συναισθήματα και ψευδαισθήσεις της καρδιάς μας.

Και υποκρινόσουν στον εαυτό σου.

Και οι χρόνοι έγιναν πολλοί και η ιδέα εμμονή.

Εχανες το μυαλό σου, μαζί με την Κυκλαμίνη έχανες εσένα.

Δεν ήσουν άνθρωπος, είχες αποκοπεί από αυτό το είδος. Ησουν ο ίδιος ο πανικός, ο φόβος , η δυστυχία. Είχες κλειδωθεί σε έναν σωλήνα που στένευε και σου έκοβε το οξυγόνο. Κι οι σκέψεις γύριζαν και οι αιχμηρές τους άκρες τραυμάτιζαν το κεφάλι σου και αργοπέθαινες.

Απομακρυνόσουν και γρύλιζες σε αυτους κι αυτοί έτρεχαν.

Οι αλυσίδες γύρω σου κρατάγαν γερά και οι μυς σου ατροφούσαν. Ολη την ώρα έκλαιγες και έβριζες σαν τρελός.

Μαδούσες τον κήπο στο σπίτι σου για να φυτέψεις μονάχα ένα κυκλάμινο και να είχε αυτό όλη την δόξα.

Οση αγάπη άντεχε η καρδιά σου του έδειχνες και πέρασες χρόνια απο την ζωή σου να φυτέυεις ενα κυκλάμινο μετα τον θάνατο του προηγούμενου.

Εδωσες ψυχή σε ενα λουλούδι και πίστευες πως θα αναπληρώσεις την ευτυχία που δεν χάρισες σε εκείνη.

"Θα κάνω ό,τι μπορώ." Επαναλάμβανες χωρίς διακοπή.

Πέρασε τόσος καιρός που τα μαλλια σου ξεθώριασαν σαν το μελάνι σε εκείνο το χαρτί. Δεν μπορούσες να σηκωθείς από το χώμα. Ησουν τόσο μακρια απο το λουλούδι. Δεν μπορούσες να το φτάσεις. Τα κόκαλά σου έσπαγαν αλλά δεν το έβαζες κάτω. Το λάτρευες αυτό το λουλούδι. 'Η όσα πέθαναν και ξαναγεννήθηκαν.

Αυτήν την είχες ξεχάσει τελείως. Βλέπεις την έχασες την μνήμη σου εκτός από τα λογικά σου.

Το λουλούδι δεν το έφτασες ποτέ. Αυτήν την φορά δεν έφυγε αυτό αλλά εσύ. Η δικιά σου ψυχή παράτησε το χλωμό και παγωμένο κορμί σου. Χαμογελώντας στο κυκλάμινο.

DeepestWo Geschichten leben. Entdecke jetzt