•24•

1.1K 69 1
                                    

|•|Πόσα κεφάλαια θέλετε να φτάσει η ιστορία; Εγώ πιστεύω μέχρι 35-40|•|

Η πόρτα ανοίγει και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα έχω απομακρυνθεί από τον τοίχο έχοντας κρύψει το πιστόλι στην πίσω τσέπη του τζιν μου.

«Ελπίζω να είσαι πιο πρόθυμη να συζητήσεις τώρα, έτσι;» λέει και φέρνει μια καρέκλα στο δωμάτιο. Κάθεται και ξεκινάει να μιλάει ξανά.

«Θα συνεχίσω να σου λέω για τον Γούλφχαρντ, και αν τολμήσεις να έχεις ξανά τις προηγούμενες αντιδράσεις δεν θα είμαι τόσο καλός μαζί σου» λέει απειλητικά και γνέφω.

«Πολύ καλά. Ο Φιν δεν είναι αυτός που ξέρεις. Έχει και μια... σκοτεινή πλευρά»

«Τι θες να πεις;»

«Το περίμενα ότι θα με ρωτήσεις. Πριν σου είπα ότι τον είχα ακούσει να μιλάει μόνος του, αλλά τελικά δεν μιλούσε μόνος του. Μετά από αρκετό καιρό έτυχε να τον ακούσω ξανά, μιλούσε σε μια Μόρα»

Ποια είναι η Μόρα;

«Ποια είναι αυτή;»

«Καλή ερώτηση, αλλά είναι λάθος διατυπωμένη. Η σωστή ερώτηση είναι: Τι είναι η Μόρα;»

«Δεν σε καταλαβαίνω»

Ακούω έναν δυνατό χτύπο στον τοίχο από πίσω μου και τότε θυμάμαι τι μου είπε ο Φιν να κάνω. Χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζω το όπλο από την τσέπη του τζιν μου και το στρέφω προς τον Έντι.

«Σκύλα! Που στον διάολο το βρήκες αυτό;» φωνάζει εκείνος με νεύρα. «Δεν πιστεύω να... Σκατά! Η Μόρα έχει αναλάβει κι εσένα!»

Τι στον διάολο λέει; Ποια είναι αυτή η Μόρα; Και γιατί να με αναλάβει;

Πατάω την σκανδάλη με τα χέρια μου να τρέμουν. Η σφαίρα μου τον πετυχαίνει στην κοιλιά και αμέσως πέφτει στο έδαφος.

Δεν έχει όμως πεθάνει, ακόμη τουλάχιστον.

Τον πλησιάζω και ψάχνω γρήγορα τις τσέπες του για κάποιο κλειδί ή για κάποιο άλλο όπλο. Καταφέρνω να βρω μόνο ένα κλειδί.

«Δεν έχεις ιδέα που σε έχει μπλέξει η αγάπη σου για εκείνον» λέει ο Έντι τόσο χαμηλόφωνα που ίσα κατάφερα να τον ακούσω. Η αιμορραγία από το στομάχι του είναι υπερβολικά αυξημένη που σημαίνει ότι δεν έχει πολύ χρόνο ακόμη.

«Φιν, τώρα τι πρέπει να κάνω;»

«Μπράβο, y/n! Τα έχουμε σχεδόν καταφέρει! Βγες από το δωμάτιο και προσπάθησε να ανοίξεις και την πόρτα του δικού μου» λέει και φεύγω από το δωμάτιο.

Ψάχνω γύρω μου και βλέπω την πόρτα που οδηγεί στον Φιν. Δοκιμάζω να ανοίξω την κλειδαριά με το κλειδί που είχε πάνω του ο Έντι αλλά δεν κάνει.

Ανοίγω μια τρίτη πόρτα που υπάρχει εδώ και βλέπω μπροστά μου ένα γραφείο γεμάτο με διάφορα χαρτιά γεμάτα με διάφορους αριθμούς και υπογραφές. Πηγαίνω στην πίσω πλευρά του γραφείου και βλέπω κάποια κλειδωμένα συρτάρια. Δοκιμάζω το κλειδί σε ένα από αυτά και ανοίγει.

Μέσα στο συρτάρι υπάρχει μια στοίβα από χαρτιά και δίπλα από αυτά ένα ασημένιο κλειδί που φαίνεται να είναι αρκετά μεγαλύτερο από το προηγούμενο.

Το παίρνω και τρέχω ξανά πίσω για να δω αν μπορώ αν ανοίξω με αυτό την πόρτα του δωματίου που βρίσκεται ο Φιν. Αυτό το κλειδί καταφέρνει να ανοίξει την κλειδαριά και ανοίγω όσο πιο γρήγορα μπορώ κι την βαριά πόρτα.

Το πρώτο πράγμα που βλέπω μόλις μπω στο δωμάτιο είναι ο Φιν να είναι καθισμένος στο έδαφος δίπλα από την τρύπα που επικοινωνεί με το δωμάτιο που βρισκόμουν εγώ. Μόλις με βλέπει πετάγεται όρθιος και έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου.

Δίχως καν να το σκεφτώ τυλίγω σφιχτά τα χέρια μου γύρω από την μέση του αγκαλιάζοντας τον πιο δυνατά από ποτέ. Ανταποδίδει γρήγορα την αγκαλιά.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο τρόμαξα. Νόμιζα πως σε σκότωσε» λέω και αισθάνομαι δάκρυα να κυλούν ξανά από τα μάτια μου.

«Ηρέμισε, όλα είναι καλά τώρα. Κατάφερες να τον σκοτώσεις. Όλα καλά» λέει χαϊδεύοντας παρηγορητικά την πλάτη μου.

Μετά από ένα λεπτό τραβιέμαι από την ζεστή του αγκαλιά και τον κοιτάω κατάματα. Ο άνθρωπος που αγάπησα....

«Πρέπει να φύγουμε. Ακόλουθα με» λέει και ξεκινάει να απομακρύνεται από το δωμάτιο που ήταν κλεισμένος.

Καθώς περπατάει μπροστά μου παρατηρώ προσεκτικά το σώμα του, ψάχνοντας για κάποιο τραύμα από τους πυροβολισμούς του Έντι αλλά δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο λίγο αίμα.

«Μέινε πίσω, θα σπάσω το παράθυρο» μου λέει και απομακρύνομαι καθώς εκείνος κλωτσαει με δύναμη ένα πελώριο παράθυρο με αποτέλεσμα εκείνο να μετατραπεί σε δεκάδες μικρά κομμάτια από γυαλί.

Τρέχουμε γρήγορα έξω από το σπίτι στο οποίο βρισκόμαστε και βλέπουμε πως πλέον έξω επικρατεί σκοτάδι. Παρά όμως τον ανύπαρκτο φωτισμό καταλαβαίνουμε πως μπροστά μας ξεδιπλώνεται το δάσος της πόλης.

«Και τώρα;» ρωτάω και τον κοιτάω.

«Έχω ξανάρθει εδώ αρκετές φορές, το σπίτι κοιτάει προς τον Βορρά και η πόλη είναι κι αυτή Βόρεια, οπότε το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να διασχίσουμε το δάσος» απαντάει αλλά φαίνεται να προσπαθεί να σκεφτεί άλλες πιθανές λύσεις.

«Ωραία, ας μην χάνουμε καιρό» λέω και ξεκινάμε να τρέχουμε μέσα στο δάσος, ελπίζοντας να έχουμε ακολουθήσει την σωστή κατεύθυνση προς την πόλη...

𝐓𝐫𝐮𝐬𝐭 𝐌𝐞ᶜᵒᵐᵖˡᵉᵗᵉᵈWhere stories live. Discover now