Κεφάλαιο 41

4.7K 537 7
                                    

Ο Δημήτρης μπήκε στην αίθουσα και έψαξε για την Κασσάνδρα. Δεν την είδε αλλά ο Νίκος που τον είδε του κούνησε το χέρι.

Όταν πλησίασε τους ρώτησε: " Που είναι η Κασσάνδρα;"

"Πριν λίγο την είδα να βγαίνει έξω. Δεν συναντηθήκατε;" του απάντησε η Δήμητρα.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, ενώ έψαχνε με το βλέμμα γύρω του. Όταν ανακάλυψε τον Μίλτο πήγε κοντά του και αφού του είπε συγχαρητήρια για την επιτυχία της παράστασης, τον ρώτησε για την Κασσάνδρα.

"Ενας σερβιτόρος της έφερε ένα σημείωμα και μόλις το διάβασε έφυγε από την αίθουσα. Εγώ νόμιζα οτι θα συναντούσε εσένα." ο Μίλτος έδειξε  να απορεί.

Ο Δημήτρης άρχισε να ανησυχεί. Τα δημοσιεύματα για τον πατέρα της δεν σταματούσαν και ο ίδιος ήξερε από προσωπική πείρα τι είδους άνθρωπος ήταν εκείνος και ποια ήταν η σχέση του με την Κασσάνδρα. Μήπως εκείνος έφταιγε για την εξαφάνισή της; Μήπως την βασάνιζε πάλι σε καμία σκοτεινή γωνιά; Βγήκε από την αίθουσα βιαστικά και πήγε στην είσοδο του ξενοδοχείου αλλά η Κασσάνδρα δεν ήταν πουθενά. Έβγαλε το τηλέφωνό του και την κάλεσε.


Το αλκοόλ στο αίμα του πατέρα της έκανε πιο αργά τα αντανακλαστικά του και το να ξεπαρκάρει  του πήρε πολύ ώρα ενώ η Κασσάνδρα με το ζόρι μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της. Η μύτη της έτρεχε αίμα και το κεφάλι της πονούσε. Ξαφνικά αισθάνθηκε τη δόνηση του κινητού μέσα στο μικρό τσαντάκι που είχε ρίξει ο πατέρας της στα πόδια της όταν την έβαλε στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το τσαντάκι της και στο κινητό της είδε το όνομα του Δημήτρη. Πάτησε το κουμπί και φώναξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε : "Κάλεσε την αστυνομία. Στο πάρκινγκ πίσω από το ξενοδοχείο! Πρόσεχε οδηγάει μεθυσμένος!" Ο πατέρας της της άρπαξε το τηλέφωνο και το πέταξε έξω από το παράθυρο.

Η Κασσάνδρα ακόμη ζαλιζόταν όταν κοίταξε το δρόμο μπροστά της και έβαλε τα χέρια της στις δυο πλευρές του καθίσματός της και προσπάθησε, σφίγγοντάς το, να κρατηθεί από αυτό. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να κρατήσει σταθερό το τιμόνι του αυτοκινήτου και αυτό χειροτέρευε τη ζαλάδα της.

"Σταμάτα! " του φώναξε: "Θα σκοτωθούμε.!"

Εκείνος όμως δεν έδειχνε να την ακούει. Το παρανοϊκό ύφος στο πρόσωπό του δεν το είχε ξαναδεί. Προσπάθησε να τον προσεγγίσει πιο συναισθηματικά και ψύχραιμα : " Μπαμπά, έχεις πιει πολύ και δεν μπορείς να ελέγξεις το αμάξι. Άσε εμένα να οδηγήσω."

Η ΧΟΡΕΥΤΡΙΑWhere stories live. Discover now