26. Βλέποντας την με άλλον

4.4K 147 8
                                    

Είχε σχεδόν ξημερώσει και έξω έβρεχε αρκετά. Ο αέρας χτυπούσε με βία τα παραθυρόφυλλα του δωματίου της. Η Μέγκαν ένιωθε σαν να είχε χάσει τις μέρες και τις ώρες. Η αλήθεια είναι ότι είχε χάσει την ζωή της. Σαν απλά να υπήρχε το σώμα της, βιολογικά, αλλά η ψυχή της να ήταν νεκρή. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που χώρισε με την Αμάντα. Από τότε ελάχιστες φορές ήταν συγκεντρωμένη σε κάτι. Όλο ο χώρος του εγκεφάλου της άνηκε στην Αμάντα. Έκανε υπερπροσπάθειες να ανταπεξέλθει στο πιάνο, στο μπαλέτο, στα μαθήματα του σχολείου αλλά δεν μπορούσε. Το μυαλό της γύριζε πίσω, στο παρελθόν, στις τελευταίες λέξεις που αντάλλαξε με την Αμάντα, σε εκείνα τα λόγια που χαράχτηκαν στην μνήμη της και δεν έλεγαν να σβήσουν. Το έβρισκε απίστευτα δύσκολο να πηγαίνει στο σχολείο και να είναι στον ίδιο χώρο μαζί της. Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν εκείνη του μπαλέτου, που αναγκαζόταν να την κοιτάζει να χορεύει δίπλα της και ακόμη πιο δύσκολη η στιγμή που αναγκαζόταν να αλλάζει μαζί της στον ίδιο  χώρο. Δεν είχαν ξαναμιλήσει από τότε. Δεν είχε ξανα ακουμπήσει η μία την άλλη. Η Αμάντα ποτέ δεν την κοίταζε και φρόντιζε να αλλάζει πάντα διαδρομή όταν την έβλεπε μπροστά της. Η Μέγκαν απλά έπαιρνε κάποιες δόσεις ζωής όταν η Αμάντα περνούσε αναγκαστικά ή τυχαία από δίπλα της.Το άρωμα που έφτανε μέσα στα πνευμόνια της, της θύμιζε όλα αυτά που είχανε περάσει, όλα τα συναισθήματα και τις αναπνοές που είχαν ανταλλάξει. Ο χωρισμός για αυτήν ήταν σαν ένας μικρός θάνατος. Έπρεπε να ξεριζώσει αυτό το κομμάτι μέσα από την καρδιά της που άνηκε στην Αμάντα και να το πετάξει. Η πληγή θα έκλεινε με τον καιρό. Χρόνο ήθελε. Απλά δεν ήθελε. Δεν ήθελε να την ξεριζωσει από μέσα της, ούτε να την ξεπεράσει. Κρατούσε καλά φυλαγμένο αυτό το κομμάτι μέσα της και το προστάτευε σαν φυλαχτό. Ήταν το μοναδικό μέρος μέσα στο οποίο ένιωθε ζωντανή. 

Κουλουριάστηκε μέσα στα ζεστά λευκά της παπλώματα και κοίταξε να δει τι ώρα είναι. Είχε πάει 6 το πρωί. Δεν ήξερε τι μέρα ήταν αλλά είχε την εντύπωση ότι πρέπει να είναι Κυριακή. Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ σαν να είχε πιει χτες το βράδυ. Δεν ήταν η ίδια Μέγκαν με πριν, ένιωθε μισή. Της έλειπε το άγγιγμα της Αμάντα. Είχε συνηθίσει το κορμί της στο απαλό της χάιδεμα. Είχε συνηθίσει να έχει την μυρωδιά της ποτισμένη μέσα στο δέρμα της. Γύρισε πλευρό κάνοντας αυτή τη σκέψη. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.  Κάποιος κοιμόταν δίπλα της, κάτω από τα παπλώματα. Τι είχε κάνει; Ποιος ήταν αυτός δίπλα της; Δεν θυμόταν τίποτα από το χτεσινό βράδυ. Έμεινε να κοιτάει τρομοκρατημένη τον άντρα που κοιμοταν με γυρισμένη πλάτη. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος είναι. Δεν ήξερε αν ήθελε να μάθει ποιος είναι. Τι πήγα και έκανα;  Στην σκέψη αυτή σήκωσε κατευθείαν το πάπλωμα της για να δει αν είναι γυμνή. Αντικρίζοντας το θέαμα ,άρχισε σιγά σιγά να θυμάται την χτεσινή βραδιά...

Με δυο βλέμματα Where stories live. Discover now