1

1.7K 120 12
                                    

Η Όλια ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωί της παρασκευής. Είχε πια αρχίσει να δροσίζει το πρωί αφού ο σεπτέμβρης πέρασε στο δεύτερο μισό του. Έμεινε για λίγο στο κρεβάτι της, τυλιγμένη με τα απαλά σεντόνια που τα διάλεγε πάντα με μεγάλη προσοχή. Λάτρευε την υφή όλων των πραγμάτων που θύμιζαν κάτι γλυκό και μαλακό, κι όταν μπορούσε έδινε πολλά χρήματα προκειμένου να τα αποκτήσει. Η Όλια ήταν εκ γενετής τυφλή. Οι γιατροί είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να τη βοηθήσουν μα δει έστω και λίγο, μα η φύση του προβλήματος της ήταν τέτοια που ελάχιστα έγιναν στην ουσία. Το μόνο που είχε κερδηθεί από τα τόσα χειρουργεία ήταν η αίσθηση του φωτός. Για αυτό και της άρεσε να ανάβει τα φώτα στο σπίτι της το πρωί και να τα σβήνει λίγο πριν πέσει για ύπνο. Σηκώθηκε και πριν ακόμη πλυθεί, βάλθηκε να στρώνει το κρεβάτι της, Δίπλωσε και τακτοποίησε με φροντίδα τα σεντόνια, κι ύστερα έβαλε από πάνω τις καρδιές και τα λούτρινα με τα οποία ήταν γεμάτο το δωμάτιο της. Έπειτα, μπήκε στο μπάνιο κι άρχισε να διαλέγει τα προιόντα καθαρισμού για το πρόσωπο και το σώμα. Όλα είχαν αρώματα φρούτων. Κάθε φορά που αυτό κρινόταν απαραίτητο, η Όλια έγραφε και κολλούσε πάνω στα καπάκια των βάζων και των μπουκαλιών ετικέτες με αυτό που περιείχαν, αλλά με τα καλλυντικά κάτι τέτοιο δεν κρινόταν συχνά απαραίτητο.

Επέλεξε εκείνα που μοσχοβολούσαν φράουλα για τη μέρα αυτή, έτσι, για να πάει κόντρα στον καιρό, κι ύστερα μπήκε στην ευρύχωρη κουζίνα της. Ζούσε μόνη. Ήταν 26 χρόνων και είχε προσφάτως γυρίσει από την Αμερική, εκεί είχε μόλις πάρει το διδακτορικό της. Η Όλια ήταν μουσικολόγος με ειδίκευση στη ρομαντική περίοδο. Έπαιζε άρπα και είχε πάρει στην Αθήνα το δίπλωμα της ακριβώς πριν φύγει για την Αμερική. Αυτό με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί στην Ελλάδα, ήταν η μουσική για τις κινηματογραφικές ταινίες και την τηλεόραση. Είχε κι άλλες πολλές ιδέες βέβαια, καταλάβαινε όμως με οδυνηρό τρόπο πως η ελληνική πραγματικότητα δε θα χωρούσε εύκολα ούτε το ταλέντο της μα ούτε και τις τόσο υγιείς της φιλοδοξίες.

Γέμισε με νερό την καφετιέρα κι άρχισε μετά να ψάχνει ανάμεσα στα βαζάκια που γέμιζαν το ένα από τα πάνω ράφια για τον καφέ καραμέλα. Μόλις τον βρήκε, έριξε μέσα στην υποδοχή την ποσότητα που θα αρκούσε για δυο κούπες κι αφού πρόσθεσε και το νερό, άναψε τη μηχανή. Όταν άρχισε να ακούγεται ο γνώριμος ήχος κατάλαβε πως τα είχε καταφέρει μια χαρά κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένη. Πήγε πίσω στην κρεβατοκάμαρα της και πήρε από το κομοδίνο το κινητό της. Ήταν ένα πολύ σύγχρονο τηλέφωνο, με οθόνη αφής, μέσα στο οποίο υπήρχε ενσωματωμένο ένα λογισμικό, που έκανε φωνητική ανάγνωση της οθόνης, βοηθώντας την έτσι να απολαμβάνει μέχρι τέλους την κάθε λειτουργία της συσκευής.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now