27

475 63 6
                                    

Το σπίτι του Άλκη Στεφανή ήταν ένα πανέμορφο κι άψογα φροντισμένο τριόροφο κτίριο το οποίο η Αριάδνη το βρήκε πολύ εύκολα. Εκείνη τη μέρα είχε αναγκαστεί να βάψει έντονα το πρόσωπο της καλύπτοντας το με κάμποσα στρώματα από την καλύτερη πούδρα που διέθετε. Της την είχε χαρίσει η αδερφή της που ήταν αισθητικός, και να που την είχε τελικά χρειαστεί. Για το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης νύχτας, καθόταν στον καναπέ του σαλονιού, πάντα κουλουριασμένη σαν μπάλα με τα γόνατα και τους καρπούς της να πονάνε από την άβολη αυτή στάση. Έκλαιγε προσπαθώντας να ηρεμήσει μετά την επίσκεψη του Ορέστη μα δεν τα κατάφερνε καθόλου καλά. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν το γεγονός πως δεν είχε λυγίσει και πως λογικά δε θα έμπαινε πια σε κίνδυνο η σχέση της με την Όλια, φιλική και προσωπική. Μόνο η θέα του άνδρα τόσο κοντά της που ήταν σωστό ράκος τη διέλυε κι εκείνη φέρνοντας της έναν σχεδόν σωματικό πόνο. Είχε ανοίξει κι ένα μπουκάλι κρασί γνωρίζοντας πως ένα παγωμένο ποτήρι θα έκανε ενδεχομένως καλό στα ήδη ταλαιπωρημένα της νεύρα, αλλά ούτε καν το άγγιξε, αντίθετα, το γύρισε στο μπουκάλι ξανά λίγο πριν της στείλει εκείνος το μήνυμα που της είχε υποσχεθεί: «Αριάδνη, θέλω να ξέρεις πως ντρέπομαι κυριολεκτικά για την κατάντια μου. Τώρα επέστρεψα στο σπίτι μου, θα ξαπλώσω στον καναπέ και θα προσπαθήσω να κοιμηθώ. Δεν είμαι ο εαυτός μου, για αυτό και σε παρακαλάω μέσα από όλη μου την ψυχή, να πας μπροστά. Πίστευα πως είχα δύναμη μέσα μου αλλά το βάρος που νιώθω κάποιες στιγμές είναι ασήκωτο, καληνύχτα, καληνύχτα κορίτσι μου». Πρώτα πέταξε με όλη της τη δύναμη το κινητό στον τοίχο και μετά έβαλε τα κλάματα. Όταν το μάζεψε είδε πως η οθόνη είχε ραγίσει σε κάποιο σημείο, εξακολουθούσε όμως να δουλεύει. Έτσι του έστειλε μια απάντηση λίγων λέξεων και μετά κάθισε στην τόσο άσχημη κατάσταση της και συνέταξε ένα απαντητικό μήνυμα για τον πατέρα της Δάφνης. Την Όλια δε θα την εγκατέλειπε, θα δοκίμαζε όμως να κάνει αυτό που την προέτρεψε ο Ορέστης, να προχωρήσει μπροστά, να κάνει έστω λίγα μικρά βηματάκια. Ο Άλκης που προφανώς ήταν συνδεδεμένος στο διαδίκτυο εκείνη την ώρα, της απάντησε προτού περάσουν λίγα λεπτά, και συμφώνησε μαζί της να την περιμένει στο σπίτι του το μεσημέρι της δευτέρας. Βέβαια η ώρα αυτή είχε κανονιστεί για να είναι παρούσα και η Δάφνη που είχε μάθημα στο πανεπιστήμιο το πρωί της δευτέρας. Η Αριάδνη ντύθηκε κάπως επίσημα, με μπλε ταγέρ χωρίς να ξέρει το γιατί και πριν τους χτυπήσει το κουδούνι, αγόρασε και μια ωραία ανθοδέσμη με λευκά τριαντάφυλλα για την κοπέλα. Της άνοιξε ο Άλκης που κρατούσε ήδη από το μπράτσο την κόρη του που από την πρώτη κιόλας στιγμή της άρεσε τρομερά, κι αυτό χάρη στην εμφάνιση της. Ήταν λεπτή και μικροκαμωμένη, και πολύ διαχυτική σε αντίθεση με τις περισσότερες κοπέλες που είχαν τόσο πρόσφατα χάσει το φως τους. Η Αριάδνη τους χαιρέτισε και τους δυο λέγοντας το όνομα της και μετά σηκώνοντας τα λουλούδια, τα έβαλε στα απλωμένα χέρια της κοπέλας:

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now