48

990 73 28
                                    

Όταν η Όλια κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια της την Αμαλία Νεκταρία, συγκινήθηκε τόσο βαθιά που ορκίστηκε μέσα της πως θα την είχε καλύτερα κι από δική της κόρη. Κι ακόμη, μόνο τότε αισθάνθηκε πως είχε έστω και για λίγο έρθει σε πλήρη συναισθηματική ταύτιση με τη Νέλλη, επειδή πίστεψε πως βίωσε ακριβώς το ίδιο που είχε βιώσει κι εκείνη όταν πήρε στα χέρια της την ίδια: «Αχ μαμά, τώρα σε καταλαβαίνω, τώρα νιώθω το γιατί πάλεψες τόσο για εμένα, τώρα αντιλαμβάνομαι το γιατί ενήργησες έτσι, θα σε λατρεύω πάντα»... Ως και στην Ηλέκτρα μίλησε σιωπηρά καθώς χάιδευε τη γλυκιά επιδερμίδα του μωρού που καθόταν ήσυχο στα χέρια της: «Μη σε νοιάζει Ηλέκτρα, μη σε νοιάζει, εγώ θα την αναθρέψω, εγώ θα τη στηρίξω και θα της δώσω τον εαυτό μου τον ίδιο αν χρειαστεί, μη σε νοιάζει, αναπαύσου ειρηνικά»... Ο Λύσανδρος σκούπιζε τα μάτια του καθώς την έβλεπε να κρατάει τη μικρή. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως θα κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς». Η Όλια του χαμογέλασε κι ύστερα του έδωσε απαλά το παιδί. «Θα γίνει το φως μας Λύσανδρε, ησύχασε, θα είναι ο θησαυρός μας». Εκείνος έγνεψε και την πήρε από το χέρι. Στιγμή δεν τον άφηνε μόνο του η Όλια, τον βοηθούσε στα πάντα κι έκανε κι όλα όσα έπρεπε για την κηδεία της Ηλέκτρας και του Αντώνη. Και ήταν τέτοια η προσπάθεια που κατέβαλλε για να μην ξεχαστεί τίποτα, που άρχισαν πια να τη βλέπουν διαφορετικά και οι γονείς της Ηλέκτρας. Ο βουλευτής βέβαια είχε αρχίσει να διαμορφώνει από καιρό μια πιο σαφή άποψη για εκείνη, μα για την Αμαλία δεν ήταν το ίδιο εύκολο να βρει κάτι θετικό στη γυναίκα που έκλεψε τον σύζυγο της κόρης της όπως ισχυριζόταν η ίδια. Στην κηδεία τα πράγματα ήταν πολύ δυσκολότερα σε σχέση με αυτή της Νέλλης, γιατί εδώ είχαν χαθεί δυο νέοι άνθρωποι. Η Αριάδνη κι ο Άλκης είχαν παρατήσει τα πάντα από την πρώτη κιόλας στιγμή που πληροφορήθηκαν τα τραγικά αυτά γεγονότα, κι είχαν τρέξει να συνδράμουν με τους τρόπους που μπορούσαν. Ο καημένος ο Λύσανδρος, είχε πνίξει όλα όσα ένιωθε κι είχε πει δυο λόγια για την Ηλέκτρα και τον Αντώνη. Ράγισαν καρδιές τόσο από τις δικές του τις λέξεις, όσο κι από αυτές που βγήκαν αχνά από το στόμα του ίδιου του βουλευτή που ακόμη και τότε ήθελε να αποχαιρετίσει αλλά και να τιμήσει την κόρη του όπως της ταίριαζε. Η Όλια στεκόταν λίγο μακρύτερα μαζί με την Αριάδνη. Το είχε συμφωνήσει με τον Λύσανδρο να κρατήσουν τα προσχήματα για κάμποσο ακόμη. Τις στιγμές που ήταν όμως μαζί της εκείνος, πάσχιζε όσο μπορούσε να του απαλύνει τον πόνο. Ως και άρπα του έπαιξε, ως και ασιατική χαλαρωτική μουσική του έβαλε να ακούσει, ως και στα χέρια της τον κανάκευε ακόμη κι όταν τα κατάφερνε εκείνος να κοιμηθεί για λίγο. Δεν έμεινε κανείς που δεν πήγε στην κηδεία, η Αγγελική ήταν εκεί αφού της είχε τηλεφωνήσει η ίδια η Όλια, κι όχι μόνο εκείνη. Δυστυχώς το είχε η μοίρα της να γνωρίζει τα πιο σημαντικά πρόσωπα στη ζωή της μέσα από τον θάνατο. Όταν πια έγινε η ταφή και σκεπάστηκε το φέρετρο, ο περισσότερος κόσμος άρχισε να απομακρύνεται από σεβασμό στον θρήνο της Αμαλίας που είχε σωριαστεί πάνω στο μνήμα. Έκλαιγε γωερά κι ο Λύσανδρος, και η Όλια ακόμη και η Αριάδνη, ενώ ο Άλκης είχε πάει κοντά του για να τον παρηγορήσει. Όταν άκουσε η Όλια τις ψιθυριστές φωνές των διδύμων δεν πίστευε στα αφτιά της, πόσο μάλλον, όταν ήρθε να προστεθεί σε αυτές και εκείνη της Ελένης.

Για τα μάτια της ΌλιαςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora