22

480 62 3
                                    

Το πρωί του σαββάτου βρήκε την Όλια να δουλεύει στον υπολογιστή της από νωρίς. Εξαιτίας όλων των συμβάντων των τελευταίων ημερών η μουσική και για τις δυο ταινίες είχε μείνει πίσω κι αυτό δεν της άρεσε. Γύρω στις οχτώ λοιπόν ο καφές της ήταν έτοιμος και ένα ψημένο κρουασάν σοκολάτα μοσχομύριζε στο πιάτο. Αν και είχε κοιμηθεί ελάχιστα ένιωθε πως δεν είχε ανάγκη από ξεκούραση. Πρώτα άρχισε να γράφει για την ταινία της Ντονατέλλα, ανατρέχοντας κάθε τόσο στις συνεντεύξεις που της είχε παραχωρήσει εκείνη. Ήταν εκπληκτικό το πόσο πιο εύκολη γινόταν η δουλειά της ακούγοντας και τη φωνή της για λίγες στιγμές. Βέβαια σε αυτό συνετέλεσαν και τα καινούρια προγράμματα του Ορέστη, αχ, ο Ορέστης... Απόδιωξε το τσίμπημα της ενοχής και της αγωνίας της, πού να ήταν τώρα; Στο σπίτι του λογικά... Δεν έπρεπε να σκέφτεται ούτε αυτόν αλλά ούτε και τον άλλον που τη φιλούσε σαν να όριζε ολόκληρη τη ζωή της και τη μοίρα της. Η άφιξη ενός νέου ηλεκτρονικού μηνύματος την έκανε τελικά να σταματήσει όταν η ώρα κόντευε δέκα. Αναστέναξε κι αφού το επέλεξε, το άνοιξε και πάτησε το πλήκτρο της αυτόματης ανάγνωσης, ενώ την ίδια στιγμή πήρε στο χέρι της και το ξεχασμένο κρουασάν που είχε κρυώσει, δεν την ένοιαζε όμως. Το e-mail το είχαν στείλει από την ξένη εταιρεία των ταινιών φαντασίας. Ο υπεύθυνος, κάποιος Ντέιβιντ Χάρολντ, επαινούσε όσα προσχέδια του είχε αποστείλει η Όλια, ρωτώντας την αν θα μπορούσε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες προκειμένου να συναντήσει εκεί έναν αντιπρόσωπο τους Έλληνα, ο οποίος θα έκανε μερικές συναντήσεις για λογαριασμό της εταιρείας. Αν δεν τη βόλευε της έγραφε ο Ντέιβιντ, τότε θα κανόνιζαν να έρθει εκείνος στην Αθήνα για να τη δει και να μιλήσει μαζί της. Η Όλια έσπρωξε το άδειο πιάτο και σκούπισε τα χέρια της που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν λερωθεί. Αυθόρμητα ετοιμάστηκε να απαντήσει στον Ντέιβιντ πως δε θα της ήταν εύκολο να πάει στη Θεσσαλονίκη. Πόσα ακόμη ταξίδια θα έπρεπε άραγε να κάνει; Την ώρα όμως που πατούσε το πλήκτρο της απάντησης, ήρθε στο νου της η φίλη της η Στέλλα. Γιατί να μην την επισκεπτόταν; Ωραία δε θα ήταν να περνούσαν οι δυο τους λίγες μέρες μαζί; Ήταν και η Στέλλα μια πολύ δημιουργική γυναίκα, και το μόνο σίγουρο ήταν πως αν βόλευαν τα χρονοδιαγράμματα τους, οι λίγες μέρες που θα έμενε στο σπίτι της θα κυλούσαν σαν νερό. Έτσι, έγραψε στον Ντέιβιντ πως θα το προσπαθούσε και υποσχέθηκε να επικοινωνήσει μαζί του εκ νέου το ταχύτερο δυνατό. Μετά, βλέποντας πως περνούσε η ώρα και ξέροντας πως ο Λύσανδρος δε θα αργούσε ιδιαίτερα, έστειλε και στη Στέλλα ένα e-mail γεμάτο ενθουσιασμό, ρωτώντας την τι σχέδια είχε για τις επόμενες εβδομάδες. Θα μπορούσε να ζητήσει από την Αριάδνη να την πάει μέχρι το αεροδρόμιο και να την έπαιρνε η Στέλλα όταν θα έφτανε... Μα ο Ορέστης πού θα ήταν αυτές τις μέρες; Δε θα χωρούσε πλέον στη ζωή της; Και τι θα έπρεπε να κάνει σήμερα; Να τον ψάξει ή όχι; Εκείνος πάντως κανένα σημάδι δεν είχε δώσει ως τη στιγμή που χτύπησε το κινητό της. Το άρπαξε και έλεγξε την οθόνη, μετά, απάντησε ελαφρώς ξαφνιασμένη: «Γεια σου μαμά μου, πώς είσαι; Γιατί δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα»; «δε μπορούσα μάτια μου, δε με χωράει ο τόπος εδώ». Η Όλια έβαλε το ένα ακουστικό στο αφτί της κι άρχισε να κλείνει διάφορα προγράμματα για να μπορέσει να απενεργοποιήσει τον υπολογιστή αμέσως μετά. Η δουλειά που είχε κάνει ήταν αρκετή για την ώρα. Μάλωσε τον εαυτό της νωερά. Δεν είχε τηλεφωνήσει στη Νέλλη καθόλου χθες, μόνο λίγα γραπτά μηνύματα είχε ανταλλάξει μαζί της.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now