41

427 59 2
                                    

Για την Αριάδνη τα Χριστούγεννα εκείνα δεν ήταν όμορφα, αλλά ήταν ωστόσο πολύ διαφοροποιημένα από όλα τα προηγούμενα. Συνήθως τα περνούσε μαζί με τους γονείς της, ή με την αδερφή της βοηθώντας τους όλους με τις τόσες προετοιμασίες. Όταν τελείωναν οι γιορτές, γυρνούσε στην Αθήνα κι έμπαινε πάλι στην καθημερινότητα της. Δεν τις ήθελε τις γιορτές επειδή την έκαναν να νιώθει μόνη, όχι πως δεν ήταν άλλωστε. Παλιά, τότε που ζούσε ο πρώτος της σύντροφος, τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα αφού τις περνούσε μαζί του κάνοντας με χαρά και ζεστασιά όλα όσα τους έκαναν μικρούς και μεγάλους να χαμογελούν. Αυτά τα Χριστούγεννα τα είχε περάσει στο σπίτι της Δάφνης και του Άλκη μετά από έντονη δική τους προτροπή. Στην αρχή είχε αρνηθεί ευγενικά την πρόσκληση αφού σκόπευε να μείνει στο σπίτι της και να μην κάνει τίποτα ξεχωριστό. Είχε ξυπνήσει όμως ανήμερα με την ψυχή της πολύ βαριά, κι αυτό εξαιτίας του Ορέστη. Είχαν πάει πράγματι για καφέ πριν από λίγες μέρες και είχε για άλλη μια φορά συνειδητοποιήσει η Αριάδνη πόσο πολύ ταίριαζαν, τι κρίμα που δεν το έβλεπε κι εκείνος... Όμως η γλυκιά αυτή ώρα που πέρασαν μαζί κύλησε τόσο γρήγορα που την έκανε να πονέσει. Εκείνος είχε αρχίσει να κάνει αλλεπάλληλες κλήσεις μέσω skype σε διάφορους επαγγελματίες που χάρη στο βιογραφικό του δέχονταν ευχαρίστως να τον ακούσουν, να τον συμβουλεύσουν και να τον κατευθύνουν. Φοβόταν της είπα να χτίσει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα γιατί δεν ήταν βέβαιος πως θα του απέδιδε η δουλειά, ενώ έξω, θα μπορούσε παράλληλα και να δουλεύει μα και να συνεχίζει την έρευνα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Είχαν χωριστεί με την υπόσχεση πως θα έβγαιναν ξανά πολύ σύντομα. Της είχε φιλήσει τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει με αυτόν τον τρόπο, κι εκείνη είχε νιώσει τόσο καλά, ούτε καν το θυμόταν το πώς ήταν αυτό, είχε ξεχαστεί μέσα στα χρόνια... Επειδή λοιπόν είχε ξυπνήσει ήδη χάλια, κι επειδή λίγο μετά τις εννιά της τηλεφώνησε πάλι η Δάφνη να της πει πως αν δεν ερχόταν στο σπίτι δε θα έφτιαχνε μόνη της την πουτίγκα, το πήρε τελικά απόφαση εκείνη. Έκανε ένα μπάνιο, φόρεσε ένα ωραίο ροζ φόρεμα, και πήγε να τους βρει κουβαλώντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Είχαν μαγειρέψει οι τρεις τους ακούγοντας τις γνωστές μελωδίες της μέρας. Ο Άλκης είχε κάπως χαλαρώσει και της φάνηκε πολύ νεότερος έτσι όπως αστειευόταν μαζί της και με την κόρη του. Όταν ήρθε το μήνυμα του Ορέστη για ευχές, εκείνη κατάλαβε πως θα έπρεπε να κάνει υπερπροσπάθεια για να μην το αφήσει να την επηρεάσει. Είχε κλειστεί στο μπάνιο για να το διαβάσει: «Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα Αριάδνη, εύχομαι να είσαι ευτυχισμένη, και να περάσεις ωραία σήμερα. Εγώ θα προσπαθήσω να το κάνω βλέποντας φίλους. Αν το θέλεις μπορούμε να συναντηθούμε αύριο, στο σπίτι σου ή στο σπίτι μου. Έχω αρχίσει να φοβάμαι πως αυτά θα είναι και τα τελευταία μου Χριστούγεννα στην Ελλάδα, τι τα θες, στείλε μου για να κανονίσουμε, καλή συνέχεια». Είχε ανοίξει στο τέρμα τη βρύση του νιπτήρα για να μην ακουστούν οι λυγμοί της. Τώρα πια δεν είχε καμία αμφιβολία, ο Ορέστης θα έφευγε οπωσδήποτε, μπορεί και μέσα στον επόμενο μήνα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και βάλθηκε να διορθώνει το κραγιόν και τη μάσκαρα. Η Δάφνη δε θα καταλάβαινε τίποτα, ο Άλκης όμως; Το πήρε απόφαση και βγήκε κάποτε από εκεί. Ετοιμάστηκε να πάει πάλι προς την κουζίνα για να ελέγξει το φαγητό στον φούρνο και στην κατσαρόλα, αλλά η φωνή του τη σταμάτησε: «Είσαι καλά Αριάδνη»; Κοκάλωσε μα προσπάθησε να του χαμογελάσει, μόνο που το χαμόγελο της ήταν παγωμένο. «Ναι, μια χαρά είμαι». «Το καταλαβαίνεις φαντάζομαι πως ούτε η φωνή σου ούτε και η έκφραση σου με πείθουν εύκολα για αυτό που λες». Η Αριάδνη κούνησε το κεφάλι της. «Ναι, το καταλαβαίνω. Ας πούμε απλά πως οι μέρες αυτές είναι κάπως δύσκολες για εμένα. Η καλύτερη μου φίλη έχει φύγει για τη Θεσσαλονίκη όπως σου είπα και»... Ο Άλκης έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η Δάφνη από την άλλη δε φαινόταν πουθενά. «Και»; «Και κάποιο άλλο αγαπημένο μου πρόσωπο ετοιμάζεται να αφήσει την Ελλάδα για πάντα μάλλον». «Αυτό είναι λυπηρό, μα δικαιολογεί τη θλίψη που βλέπω στα μάτια σου». Η Αριάδνη ξεροκατάπιε. «Όμως η θλίψη αυτή που λες δε χωράει στις μέρες αυτές, κι έτσι θα πρέπει να βρω τη δύναμη και να τη διώξω μακριά». Ο Άλκης ακούμπησε τρυφερά το χέρι του στον ώμο της κι εκείνη κατάλαβε πως δεν ενοχλήθηκε από το άγγιγμα του. «Δεν είναι πάντα εύκολο να τη διώχνουμε τη θλίψη, το ξέρω καλά εγώ αυτό, είναι πολλά τα χρόνια που παλεύω μαζί της, κι αν δεν ήταν η κόρη μου στη μέση δεν ξέρω για πόσο θα το είχα αντέξει όλο αυτό». Πίεσε λίγο περισσότερο τον ώμο της. «Ξέρεις, εσύ τουλάχιστον γνώριζες πως σε αγαπούσε ως το τέλος η γυναίκα σου». «Για αυτό ήταν όλα τόσο οδυνηρά, εσένα δε σε αγαπάει το πρόσωπο για το οποίο μιλάς»; Η Αριάδνη χαμογέλασε λίγο πιο ζεστά καθώς του απαντούσε. Τελικά δεν ήταν τόσο κακό να πει σε κάποιον τη στενοχώρια της. «Φοβάμαι πως όχι με τον τρόπο που θα ήθελα εγώ». «Κρίμα». Ο Άλκης τράβηξε το χέρι του από πάνω της μα της έπιασε απαλά το δικό της. «Κρίμα για αυτόν εννοώ. Προφανώς δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ούτε την αξία σου αλλά ούτε και την ομορφιά του εσωτερικού σου κόσμου. Θα το κάνει μια μέρα, μα ίσως να είναι αργά τότε». Η Αριάδνη δεν ήξερε τι να του πει κι έτσι αποφάσισε να μην μιλήσει για λίγο. «Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, μα μας έδωσες τόσα πολλά σε εμένα και στη Δάφνη που μου είναι αδύνατο να παραβλέψω το γεγονός πως δεν είσαι καλά. Θέλω να σε βοηθήσω, το πώς θα το κάνω θα εξαρτηθεί από εσένα και μόνο». Δεν το περίμενε να της μιλήσει τόσο ανοιχτά και ξεκάθαρα, αλλά κι αυτή του η κίνηση της άρεσε. Ήταν έντιμο το φέρσιμο του, τώρα τα πάντα ήταν στην κρίση της. Θα τα έστελνε όλα μακριά και τις προθέσεις και την πιθανότητα της ζεστασιάς, ή θα τα καλωσόριζε για να μη μείνει για πάντα μόνη; Πόσο δύσκολες ήταν αυτές οι αποφάσεις... Θα έκανε υπομονή εκείνος και θα την περίμενε για λίγο ή για πολύ, ή δε θα έκανε ποτέ πια λόγο για κάτι τέτοιο αν του έκλεινε την πόρτα; «Είσαι σπάνιος άνθρωπος Άλκη, και το καλό που μου κάνεις είναι ανυπολόγιστο. Ίσως και να την έχω ανάγκη την παρουσία σου, τόση ανάγκη που να μην έχω καν μπορέσει να την αξιολογήσω σωστά». Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να του πει. Τότε, το κράτημα του στο χέρι της έγινε λίγο πιο σταθερό. Άρχισαν να περπατάνε μαζί προς την κουζίνα από την οποία ξεχύνονταν θαυμάσιες μυρωδιές. Λίγο πριν μπουν, κοίταξε εκείνη μέσα και διαπίστωσε πως η Δάφνη δεν ήταν εκεί. Το ίδιο ακριβώς πράγμα πρόσεξε κι ο Άλκης. «Έλα να γιορτάσουμε Αριάδνη, είναι τόσο μικρή η ζωή που δεν το καταλαβαίνουμε ποτέ. Έλα να χαρούμε με όσα έχουμε και να τα απολαύσουμε, γιατί κι εμείς όπως κι όλοι οι άνθρωποι, αντί να αρκούμαστε σε αυτά, κυνηγάμε εκείνα που μας πληγώνουν τα ανέφικτα, τα μακρινά... Θα είμαι εδώ για εσένα, γιατί είσαι η μόνη που με ξύπνησε από τον λήθαργο μου, η μόνη που με έκανε να πιστέψω πάλι στα θαύματα». Έγειρε και τη φίλησε απαλά στα χείλη χαιδεύοντας της μετά τα μαλλιά. «Σε ευχαριστώ για όλα Άλκη, περίμενε με, γιατί με νόμιζα άτρωτη μα δεν είμαι, περίμενε με γιατί έχω μόλις αρχίσει να καταλαβαίνω πόσο βαριά και πικρή είναι η μοναξιά όταν πηγάζει από συμβιβασμό κι όχι από ειλικρινή επιλογή». «Μη σε νοιάζει, δεν υπήρξα ποτέ βιαστικός άνθρωπος, μη σε νοιάζει, έλα να δούμε το φαγητό, η Δάφνη θα μιλάει μάλλον στο τηλέφωνο».

Για τα μάτια της ΌλιαςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang