15

503 69 14
                                    

Όσο περίμενε η Όλια τον Λύσανδρο να φτάσει στο σπίτι που βρισκόταν, ούτε αναρωτήθηκε αν είχε κάνει το σωστό καλώντας τον, ούτε και προσπάθησε να ελέγξει τον εαυτό της. Το πρόβλημα στο σπίτι της είχε προκύψει αργά εκείνο το βράδυ, όταν είχε ανάψει κατά λάθος άλλο μάτι στην κουζίνα από εκείνο που σκόπευε. Συνήθως απέφευγε να μαγειρέψει μόνη της ακριβώς επειδή είχε τον φόβο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά λίγο η μοναξιά, λίγο η αναστάτωση για το επικείμενο ταξίδι της είχαν οδηγήσει τα πράγματα να γίνουν έτσι. Της είχε τηλεφωνήσει η Στέλλα λίγο μετά τις εννιά, και οι δυο τους είχαν καταλήξει να μιλάνε για πάνω από μια ώρα. Κάποια στιγμή μπήκε στην κουζίνα και νόμισε πως κάτι μύρισε αλλά επειδή κάθε τόσο πανικοβαλλόταν χωρίς λόγο, προσπάθησε να διώξει τη σκέψη αυτή αντί να αντιδράσει φυσιολογικά ελέγχοντας διαδοχικά όλα τα μάτια. Όταν το κατάλαβε, κάτι που δεν έγινε και πολύ αργά τελικά, έσπευσε να ειδοποιήσει την πυροσβεστική καθώς και τον Ορέστη. Μόνο που εκείνος δεν απαντούσε στις κλήσεις της, κατά πάσα πιθανότητα το κινητό του δεν είχε σήμα, γιατί όμως; Ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια υπερπολυτελή σουίτα ενός πανάκριβου ξενοδοχείου; Του άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή του και μετά έκανε αυτό που θεώρησε ως το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Δυο πυροσβέστες ήρθαν αμέσως κάτι που την έκανε στη στιγμή να νιώσει καλύτερα, καμιά σπουδαία ζημιά δεν είχε γίνει, για προληπτικούς λόγους μόνο έκαναν εκείνοι όλα όσα έπρεπε, ρωτώντας την παράλληλα αν ήθελε να την πάνε κάπου. Τους ευχαρίστησε, στο μεταξύ είχε εμφανιστεί και η γειτόνισσα που κατάλαβε κατευθείαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Επρόκειτο για μια χωρισμένη σαραντάρα που προσπαθούσε να μεγαλώσει ολομόναχη τον γιο της που είχε μπει στην εφηβεία για τα καλά. Πήρε την Όλια στο σπίτι της αφήνοντας τους δυο άλλους να κάνουν τη δουλειά τους.

Όταν χτύπησε το κουδούνι, η ώρα είχε πλέον περάσει από έντεκα και μισή. Η Όλια είχε εξηγήσει στη γυναίκα πως θα ερχόταν κάποιος φίλος της να την πάρει από εκεί και να της κάνει παρέα κι αυτό επειδή δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να αναστατώσει το πρόγραμμα της ίδιας καθώς και του παιδιού της που είχε σχολείο.

-Είναι ένας νεαρός, καλά όχι και τόσο... Τέλος πάντων στην ηλικία σου περίπου, λίγο μετά τα τριάντα... Η γυναίκα τιτίβιζε περπατώντας προς την πόρτα θέλοντας και με τον τρόπο αυτό να την κάνει να νιώσει άνετα. Η Όλια σηκώθηκε και πήρε το μπαστούνι της και την τσάντα της που την είχε φέρει μαζί της.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now