14

537 72 8
                                    

Ήταν το σουβλερό κεντρί της ζήλειας που ώθησε την Όλια να απαντήσει στο μήνυμα εκείνο του Λύσανδρου, καθώς επίσης και το γλυκό κρασί που διάλεξε ο πατέρας της Ντονατέλλα για να συνοδεύσει το τελευταίο τους γεύμα εκεί. Έτσι καθώς τους ένιωθε αγκαλιά, εκείνη με τον Άντζελο, κάτι μέσα της σφιγγόταν και της έδινε τις δικές του εντολές. Μπορεί το χέρι του Ορέστη να αναζητούσε κάθε τόσο το δικό της, η παρηγοριά όμως που έβρισκε σε αυτό ήταν λιγοστή, λειψή κι ανεπαρκής. Όταν ήρθε το μήνυμα, έτυχε να είναι μόνη αφού η υπόλοιπη οικογένεια είχε μαζευτεί στο σαλόνι για την καθιερωμένη καθημερινή σαπουνόπερα, η οποία ήταν εντελώς αδύνατο να παραλειφθεί. Ειδικά η Ντονατέλλα δεν την έχανε με τίποτα, όσο για τον νέο σκηνοθέτη, άλλο που δεν ήθελε να της κάνει παρέα στον καναπέ μπροστά της. Ο Ορέστης είχε πάει για τελευταία φορά στον υπολογιστή που του είχαν διαθέσει για να συγκεντρώσει και να κατεβάσει όσα δεδομένα ήθελε να αποθηκεύσει κάπου για να τα πάρει μαζί του, κι έτσι το πεδίο ήταν ελεύθερο. Λίγο το κρασί λοιπόν, λίγο η γλυκόπικρη ανάμνηση της τελευταίας κουβέντας της με τον Λύσανδρο, έκανε την καρδιά της να φτερουγίσει. Κάποτε θα του το έλεγε, πως κακό δεν ευχόταν για το αγέννητο μωρό του, το αντίθετο, θα έκανε πολλά για να το κρατήσει κι εκείνη στα χέρια της για μια στιγμή. Ούτε και με την Ηλέκτρα θα μπορούσε να τα βάλει αφού κι εκείνη διεκδικούσε τον άνδρα που λάτρευε. Όμως, έτσι όπως πληκτρολογούσε στο κινητό της την απάντηση της, δε μπόρεσε να μην ονειρευτεί ξανά ένα δικό του φιλί. Εκείνη την ώρα το ήθελε τόσο πολύ, που ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει, να κολλάει, να λιώνει...

Ξάπλωσε νωρίς και προσπάθησε να ξεπεράσει την αίσθηση που κυριαρχούσε πάνω της. Ο Ορέστης τη ρώτησε μια δυο φορές αν ήταν εντάξει, κι όταν εκείνη απάντησε πως την απασχολούσε το επικείμενο χειρουργείο της μητέρας της, την άφησε να το δουλέψει μέσα της. «Περάσαμε όμορφα Ορέστη μου, έτσι δεν είναι»;

«Και βέβαια, όλοι εδώ έκαναν τα αδύνατα δυνατά για αυτό, ξεκουράσου, θα πρέπει να ξυπνήσουμε πολύ νωρίς αύριο».

Και είχε δίκιο ο Ορέστης γιατί το αεροπλάνο τους έφευγε τόσο νωρίς που όταν έκλεισαν τις βαλίτσες τους για να φύγουν πάντα με τον Ανδρέα για οδηγό, ολόκληρη η οικογένεια εξακολουθούσε να κοιμάται. Τους είχαν αποχαιρετίσει όλους από το περασμένο βράδυ μη θέλοντας να τους ενοχλήσουν, κι έτσι, πήραν ένα ελαφρύ πρωινό που τους περίμενε, κι ύστερα αναχώρησαν. Αυτή τη φορά η Όλια ένιωθε γεμάτη ενέργεια κατά τη διάρκεια της πτήσης κι έκανε κάθε προσπάθεια που μπορούσε να σταθεί καλή σύντροφος για τον Ορέστη, ο οποίος όπως έκανε πάντα δε δίστασε να εκμεταλλευτεί τη στιγμή αυτή.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now