42

379 57 1
                                    

Την άλλη μέρα η Όλια κι ο Λύσανδρος ξύπνησαν αργά. Είχαν περάσει το προηγούμενο βράδυ κουβεντιάζοντας για το τηλεφώνημα της Αγγελικής. Η Όλια είχε δυσκολευτεί πολύ να κοιμηθεί και λόγω της υπερέντασης που είχε όλες τις τελευταίες μέρες. Είχε τηλεφωνήσει κάποια στιγμή και στον διευθυντή του ωδείου για να τον ρωτήσει πως του είχε φανεί το πρώτο της μάθημα, αφού εκείνος είχε φύγει πριν από τους σπουδαστές κι έτσι δεν είχαν προλάβει να μιλήσουν. Της απάντησε πως η αρχή που είχε γίνει ήταν ενθαρρυντική και πως καθώς θα περνούσε ο καιρός τα πράγματα θα βελτιώνονταν σταδιακά. Εκείνο το πρωί λοιπόν, ο Λύσανδρος είχε αρχίσει κι αυτός τα τηλεφωνήματα με τους συνεργάτες του γιατί υπήρχαν ακόμη πάρα πολλά που θα έπρεπε να γίνουν ως τις δύο απριλίου. Το είχαν κουβεντιάσει πολλές φορές οι δυο τους τόσο από το τηλέφωνο όσο κι από κοντά το γεγονός πως την ίδια μέρα ήταν να γίνει κι ο γάμος της Ντονατέλλα. Δεν ήταν εύκολο να μην παραστεί ο Λύσανδρος στα εγκαίνια του χώρου, αλλά της είχε προτείνει να ταξιδέψει εκείνη μέχρι την Ιταλία, παίρνοντας μαζί της την Αριάδνη για παρέα αν φυσικά το ήθελε κι εκείνη. Η Όλια του απάντησε πως θα το σκεφτόταν αν και στην ουσία την είχε πάρει την απόφαση της. Σε καμιά περίπτωση, όσο κι αν την αγαπούσε την Ιταλίδα φίλη της, δε θα τον άφηνε μόνο. Άλλωστε θα πετούσαν μαζί για την Ιταλία για να παρακολουθήσουν την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας που θα γινόταν όπως ήταν λογικό σε έναν κάπως περιορισμένο κύκλο τουλάχιστον μέχρι να οργανωνόταν πιο σωστά η προώθηση της. Ο Λύσανδρος που ήταν κι εκείνος σε συνεχή επικοινωνία με τον Άντζελο, εξακολουθούσε να δουλεύει τα ψηφιακά κολάζ και θα τα δούλευε κι ακόμη πιο σχολαστικά από τη στιγμή που θα επέστρεφε στην Αθήνα. Μετά το πρωινό ετοιμάστηκαν κι αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα πριν πάνε να βρουν την Αγγελική. Καμία αμφιβολία δεν είχαν πως εκείνη θα είχε να πει κάτι για τους γονείς της Όλιας. Τελικά τους είχε προσκαλέσει να τη συναντήσουν σε μια γνωστή καφετέρια της παραλιακής που ήταν γεμάτη κόσμο όλο τον χρόνο και ειδικά μέσα στις γιορτές. Δε δυσκολεύτηκε να τη βρει ο Λύσανδρος, όσο για την Αγγελική, σηκώθηκε η ίδια όταν τους είδε να μπαίνουν. Αγκάλιασε την Όλια με ζεστασιά όπως έκανε κάθε φορά που την έβλεπε, και μετά έδωσε χαμογελαστή το χέρι της στον Λύσανδρο που της ανταπέδωσε αμέσως το χαμόγελο. «Ξέρω ποιος είσαι, χαίρω πολύ». Στο νου όλων τους ήρθε η μέρα της κηδείας της Νέλλης. Πήγαν και κάθισαν σε ένα άδειο τραπέζι και ζήτησαν να πιουν κακάο. Τότε η Όλια είπε στον Λύσανδρο πως μπορούσε να φύγει αν ήθελε να κάνει κάτι άλλο, χωρίς να καταλάβει πως τον είχε στενοχωρήσει με αυτό. «Ήρθα για εσένα ως εδώ, και θα φύγω μόνο αν θέλεις εσύ να το κάνω». Η Αγγελική γέλασε και του ξεκαθάρισε πως η παρουσία του εκεί ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Όταν ήρθε το κακάο συμφώνησαν όλοι πως ήταν καλό και μετά κουβέντιασαν λίγο για το πρώτο μάθημα της Όλιας. «Έχω την αίσθηση πως όσο θα διδάσκω τόσο περισσότερες ιδέες θα έχω για το πώς να προχωρήσω». «Ναι, κάπως έτσι συμβαίνει πάντα, η αρχή είναι το πιο δύσκολο, κι εγώ είχα τρομερό άγχος τους πρώτους μου μήνες στη δουλειά». Η Αγγελική ήπιε μια ακόμη γουλιά κι ύστερα κοίταξε διακριτικά μια οικογένεια που καθόταν σε ένα τραπέζι ακριβώς πίσω τους. Αυτόματα, το βλέμμα του Λύσανδρου ακολούθησε το δικό της. Αμέσως μετά οι ματιές τους κλείδωσαν. Την επόμενη στιγμή ετοιμάστηκαν να μιλήσουν και οι δυο μαζί, κι ο Λύσανδρος της έγνεψε να το κάνει εκείνη, αφού προφανώς για αυτό τους είχε φέρει ως εκεί.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now