10

638 77 6
                                    

Το σπίτι του Αντώνη Αναστασίου ήταν στον δεύτερο όροφο μιας σχετικά παλιάς πολυκατοικίας. Η Ηλέκτρα καθώς έπαιρνε τον ανελκυστήρα είχε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του. Αν τα πράγματα είχαν γίνει όπως ακριβώς της τα είπε μόλις λίγη ώρα πριν από το τηλέφωνο, τότε το μόνο σίγουρο ήταν πως δε θα έπρεπε να ζει σε εκείνο το μέρος. Έσφιξε γύρω από τη μέση της τη μάλλινη της ζακέτα που είχε μπεζ χρώμα και μετά άγγιξε ασυναίσθητα το μικροσκοπικό κολιέ που κρεμόταν από τον λαιμό της, μέσα όμως από τα ρούχα της. Όσο λεπτεπίλεπτο ήταν τόσο μεγάλη ήταν και η αξία του και δεν είχε επιλέξει να το φορέσει τυχαία αφού ήταν προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο. Στάθηκε για μια στιγμή έξω από την πόρτα του σπιτιού του Αντώνη ο οποίος ωστόσο έσπευσε να της ανοίξει αφού ήταν ήδη ειδοποιημένος για τον ερχομό της από το θυροτηλέφωνο. Για μια στιγμή έμειναν ασάλευτοι ο ένας απέναντι στον άλλον και ο χρόνος γύρισε τόσο πίσω που η Ηλέκτρα μπόρεσε σχεδόν να μυρίσει αρώματα αποκηρυγμένα που δεν είχαν ποτέ τους ξεχαστεί: Μπογιά και ξύλο και εκείνη την καταραμένη του κολόνια κι άλλα πολλά ακόμη... Τελικά ο άνδρας άνοιξε διάπλατα την πόρτα και της έγνεψε να μπει μέσα χωρίς ωστόσο να μετακινείται για να τη βοηθήσει να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού.

-Καλώς ήρθες πριγκιπέσσα, κόπιασε, είσαι... πώς το λέτε εσείς στον κύκλο σου; Είσαι εκθαμβωτική.

Η Ηλέκτρα τον κεραυνοβόλησε με μια ματιά που έσπαγε γυαλί και μετά τον προσπέρασε με ορμή και προχώρησε στον στενό διάδρομο. Πάλι τα ίδια ακριβώς αρώματα τη χτύπησαν κι αυτή τη φορά όχι από κάποιο κόλπο της μνήμης της. Ο Αντώνης την οδήγησε σε ένα μικρό σαλόνι. Οι καναπέδες ήταν ελαφρώς φθαρμένοι, ενώ πάνω σε ένα τραπεζάκι στοιβάζονταν περιοδικά κι εφημερίδες που είχαν τουλάχιστον από ένα δάχτυλο σκόνης πάνω τους. Είδε την αποδοκιμασία στο βλέμμα της που σάρωνε σχολαστικά τα πάντα κι έβαλε τα γέλια.

-Δε θα λερωθείς πριγκιπέσσα, κάθισε... Ελευθέρωσε μια πολυθρόνα που έμοιαζε να είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις υπόλοιπες κι εκείνη θέλοντας και μη κάθισε με προσοχή.

-Τι θα ήθελες να πιεις; Ο άνδρας βολεύτηκε απέναντι της.

-Τίποτα Αντώνη, δεν έχω ολόκληρη τη μέρα στη διάθεση μου, μήπως θα μπορούσες απλά να μου εξηγήσεις γιατί στην ευχή με θυμήθηκες μετά από τόσα χρόνια; Ο άνδρας άναψε ένα τσιγάρο παίρνοντας τον χρόνο του. Ούτε για μια στιγμή δεν τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now