3

875 98 4
                                    

Την επόμενη μέρα η Όλια ξύπνησε αργά. Αμέσως μόλις βεβαιώθηκε πως δε θα κοιμόταν άλλο, πήρε με προσοχή το κινητό της από το κομοδίνο. Ξεκλείδωσε την οθόνη κι άκουσε την ηλεκτρονική φωνή να της λέει την ώρα. Κόντευε δέκα. Χαμογέλασε ασυναίσθητα και συνδέθηκε στο facebook για να διαβάσει το πρώτο μήνυμα του Ορέστη για τη μέρα εκείνη. Τη ρωτούσε αν ήταν καλά και της ζητούσε συγγνώμη. Του είχε προκύψει κάποιο ενδιαφέρον επαγγελματικό ραντεβού. Της υποσχόταν πως θα της έλεγε τα πάντα με λεπτομέρειες το συντομότερο δυνατό, την παρακαλούσε όμως να κάνει κάτι όμορφο και δημιουργικό για τις πρώτες ώρες της μέρας. Του έστειλε μια απάντηση προτού ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι κι ύστερα μπήκε στο μπάνιο κι έκανε ένα ντους χρησιμοποιώντας ένα χειροποίητο σαπούνι που μοσχοβολούσε λεβάντα και μανταρίνι. Μετά, ενεργοποίησε τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή κι έβαλε να φτιάξει και γαλλικό καφέ με γεύση σοκολάτας και πορτοκαλιού. Ήταν αποφασισμένη να δουλέψει πολύ. Όσο περίμενε τον καφέ, έκανε μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο για κάποιο καινούριο άρωμα που είχε για βασικά του συστατικά τη λεβάντα και το μανταρίνι για να ταιριάζει με το σαπούνι της. Δεν άργησε να βρει αυτό που ήθελε, και έκανε την παραγγελία του ηλεκτρονικά, χρεώνοντας την κάρτα της. Τα δάχτυλα της έτρεχαν ταχύτατα πάνω στο πληκτρολόγιο, κι αν την άκουγε κάποιος έτσι, με τίποτα δε θα το αντιλαμβανόταν πως αντιμετώπιζε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όρασης. Μόλις έγινε ο καφές, γέμισε σχεδόν μέχρι το χείλος μια από τις αγαπημένες της κούπες, και τη μετέφερε μέχρι το δωμάτιο του σπιτιού που είχε διαμορφώσει σε γραφείο. Δεν πεινούσε κι έτσι αποφάσισε να αφήσει το φαγητό για αργότερα. Άνοιξε τα ηλεκτρονικά της μηνύματα και βρήκε μέσα σε αυτά κι ένα από τον Ντονάλντο Καρίνι. Το άνοιξε περιμένοντας το συνημμένο να φορτώσει. Όταν η φωνή του υπολογιστή την ενημέρωσε πως η λήψη είχε ολοκληρωθεί, δυνάμωσε λίγο την ένταση των ακουστικών της και βάλθηκε να ακούει το κείμενο πολύ προσεκτικά, απολαμβάνοντας παράλληλα και τον καφέ της που άχνιζε.

Οι σελίδες που της είχε στείλει ο Ιταλός επιχειρηματίας, δεν ήταν άλλο από την ιστορία της κόρης του. Η κοπέλα έπασχε από μια νευρολογική ασθένεια εξαιτίας της οποίας ήταν αναγκασμένη να περνάει σημαντικό χρόνο της μέρας της μέσα στο σπίτι και στο δωμάτιο της. Της άρεσε παλιότερα να ζωγραφίζει καθώς και να γράφει ποίηση, μα με την προοδευτική εξέλιξη της ασθένειας, οι δυνάμεις της εξασθενούσαν. Η Όλια βρέθηκε λίγο αργότερα να διαβάζει αποσπασματικά ορισμένους από τους στίχους που είχε γράψει η κοπέλα θέλοντας να τους εντάξει όταν θα ήταν έτοιμη σε μια μεγάλη ποιητική συλλογή. Ο φίλος της που εξακολουθούσε να στέκεται πάντα στο πλάι της παρά τα σοβαρά της προβλήματα που αύξαναν, θέλοντας να την ευχαριστήσει αποφάσισε σε συνεργασία πάντα με τον πατέρα της, να προχωρήσει στην κινηματογράφηση μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης ταινίας που θα είχε για κεντρικό της θέμα τη ζωή και τις επιδιώξεις της κοπέλας αυτής, που συνέχιζε να αγωνίζεται με θάρρος και γενναιότητα για να κερδίσει την κάθε της μέρα. Η Όλια συγκινήθηκε και βούρκωσε. Και η ίδια πάλευε σταθερά και κάποιες φορές λυπόταν για τα ίδια της τα προβλήματα, μόνο για να γελάσει αμέσως μετά με τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν έπρεπε να φέρεται και να σκέφτεται με αγνωμοσύνη, είχε πολλά, πάρα πολλά για να χαίρεται... Μόλις τα άκουσε όλα δυο φορές, μπήκε πάλι στην ηλεκτρονική της αλληλογραφία κι άρχισε να γράφει ένα μακροσκελές μήνυμα για τον Ιταλό. Καθώς προχωρούσε τα αγγλικά της έρχονταν πιο εύκολα, χρειάστηκε όμως να καλέσει και τη Νέλλη δυο φορές στο τηλέφωνο για να τη συμβουλευτεί. Λυπήθηκε που την ξύπνησε στην αρχή. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποια ιστοσελίδα αυτόματης μετάφρασης πράγμα που δε θα το έκανε για πρώτη φορά, όμως ήταν ένα αγκάθι ανησυχίας που την έσπρωξε να αγνοήσει την επιλογή αυτή.

Για τα μάτια της ΌλιαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora