45

430 63 1
                                    

Όσο περνούσαν οι μέρες βεβαιωνόταν η Αριάδνη πως είχε κάνει τη σωστή επιλογή επιτρέποντας στον Άλκη να μπει στη ζωή της και να τη βάλει κι εκείνη στη δική του. Τις ώρες που δεν ήταν στο ιατρείο του τις περνούσε παρέα με την Δάφνη και την ίδια. Χάρη στην άνοδο της καλής της διάθεσης, είχε γίνει ακόμη πιο κοινωνική κι έτσι αύξαναν και οι παρέες της στο πανεπιστήμιο. Κι ακόμη, του το ομολόγησε τελικά ένα βράδυ στο δείπνο πως πράγματι φλέρταρε με έναν συμφοιτητή της τους τελευταίους μήνες, με τον οποίο μάλιστα είχε κιόλας αρχίσει να βγαίνει πρόσφατα. Όπως πάντα η Αριάδνη δεν είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της αποκαλύπτοντας οποιαδήποτε πληροφορία στον πατέρα της για τον καινούριο της φίλο, κι εκείνος αν και καιγόταν από την επιθυμία του να μάθει έστω και λίγα μικρά πράγματα, συγκρατήθηκε και δεν τη ρώτησε τίποτα. Περίμενε μόνο από τη Δάφνη να του πει το όνομα του, κάτι που έκανε τελικά μετά από λίγες μέρες. Όταν έλειπε η κοπέλα είτε για τα μαθήματα της είτε για κάποια βόλτα, έβρισκε κι ο Άλκης ευκαιρία να αφοσιωθεί στην Αριάδνη. Μέρα δεν άφηνε να περάσει χωρίς να την ευχαριστήσει για το γεγονός πως δεν είχε φύγει για το εξωτερικό. Εκείνο το βράδυ στις αρχές του απρίλη κάθονταν οι δυο τους στο τραπέζι της κουζίνας. Η Αριάδνη είχε μαγειρέψει κοτόπουλο με γλυκόξινη σάλτσα και μανιτάρια, κι αυτός είχε μόλις ανοίξει ένα μπουκάλι μαυροδάφνη για να τη μοιραστούν. «Γιατί με κοιτάς»; «Γιατί σε χαίρομαι, γιατί δεν το πιστεύω πως σε έχω στο σπίτι μου. Θα μείνεις απόψε; Η Δάφνη θα αργήσει». Η Αριάδνη ύψωσε το ποτήρι της για να τσουγκρίσουν. Λίγα βράδια έμενε εκεί αλλά είχε αρχίσει να το θέλει κι αυτό. «Φοβάμαι μήπως της διαταράξω την καθημερινότητα, δε σου το κρύβω πως μου αρέσει πολύ να με κρατάς πριν κοιμηθώ, είναι κάτι σχεδόν μαγικό». Ο Άλκης ήπιε μια γουλιά. «Αφού σου το είχα υποσχεθεί πως θα το κάνω, έλα όποτε θέλεις, μα για τη Δάφνη μην ανησυχείς. Καιρό πριν τυφλωθεί με παρακαλούσε να πάψω να βυθίζομαι στη μοναξιά, μα και πάλι, πάρε τον χρόνο σου». Η Αριάδνη του έκλεισε το μάτι. «Δες το από την καλή πλευρά, μετέφερα εδώ τα περισσότερα και τα καλύτερα από τα ροφήματα μου». «Σε ευχαριστώ που μου άλλαξες τη ζωή». Της έπιασε το χέρι. Σε λίγο κουδούνισε το κινητό της, είχε μόλις έρθει ένα νέο μήνυμα. «Λες να είναι από την Όλια»; «Μπα, μια χαρά είναι, θα μείνει με τον Λύσανδρο απόψε». Η Αριάδνη έπιασε το τηλέφωνο κι άνοιξε το μήνυμα. Συννέφιασε κι αυθόρμητα έσφιξε με το άλλο της χέρι αυτό του άνδρα: «Καλησπέρα από το Λονδίνο, πώς είσαι; Πώς περνάς αυτό το βράδυ; Πίνεις ρόφημα κανέλλας στην κουζίνα σου; Αγόρασα κι εγώ ένα σωρό τέτοια ποτά, βρήκα και με λεβάντα, και με κίτρο, και με μέντα και πορτοκάλι. Πότε θα έρθεις να τα δοκιμάσεις; Έχω προσαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό θέλω να ελπίζω, υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα που μου αποσπούν την προσοχή από τη δουλειά, κάποια πιστεύω θα τα απολαύσεις κι εσύ όταν με το καλό έρθεις... Πες μου τα νέα σου»; Η Αριάδνη σηκώθηκε αφήνοντας κάτω το τηλέφωνο. Ο Άλκης κατάλαβε από τη γλώσσα του σώματος της από ποιον ήταν το μήνυμα. Αποτραβήχτηκε βγάζοντας και τη σαλάτα που την είχαν ξεχάσει στο ψυγείο. «Κοίτα το κινητό, θέλω να το διαβάσεις αυτό, δεν έχω μυστικά από εσένα». Του είχε μιλήσει σιγανά, μα εξακολουθούσε να του έχει γυρισμένη την πλάτη. Ο άνδρας διάβασε το μήνυμα, και μετά κούνησε το κεφάλι. Φοβόταν μα δεν ήθελε να της το πει. Ωστόσο αν τον άφηνε τώρα που είχε μόλις αρχίσει να βρίσκει σε εκείνη όλα όσα τα θεωρούσε χαμένα τότε πως θα κλεινόταν πάλι στο καβούκι του; Πήρε στα χέρια του το ποτήρι και γεύτηκε ξανά το κρασί. Η Αριάδνη τον πλησίασε. «Τι σκέφτεσαι»; «Τίποτα, μη νοιάζεσαι, γράψε του και πες του ό,τι θέλεις». «Τι εννοείς»; «Είμαστε μόνο στην αρχή Αριάδνη, προφανώς εκείνος κρατάει ακόμη ανοιχτή την πόρτα, σκέψου το, έχεις πάντα χρόνο». Η Αριάδνη που δάγκωνε ασυναίσθητα το μάγουλο της πήγε και πήρε μια λεπτή άσπρη ζακέτα από την καρέκλα. Τη φόρεσε μαυρίζοντας του την ψυχή. «Επιστρέφω σε πέντε λεπτά». Εκείνος έγνεψε και κάθισε βαρύς στην καρέκλα του. Δε σάλεψε ώσπου την άκουσε πράγματι να επιστρέφει. «Δε θα φάμε; Έφερα επιδόρπιο». Άφησε στο τραπέζι μπροστά του μια οικογενειακή συσκευασία με παγωτό βανίλια. Την κοίταξε σαστισμένος ενώ εκείνη έβαζε το μπολ στην κατάψυξη. «Στο μπακάλικο πήγες; Εγώ έλεγα πως ήθελες να ηρεμήσεις και να σκεφτείς». Σηκώθηκε και την πλησίασε ενώ εκείνη έπιανε πάλι το τηλέφωνο. «Σκέφτηκα Άλκη πολύ, πάντα σκέφτομαι, όταν δουλεύω όταν μαγειρεύω, πριν κοιμηθώ»... «Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις, και»... «Δεν έχω παίξει ποτέ με την καρδιά και τα συναισθήματα κανενός, και είμαι αρκετά μεγάλη για να αλλάξω τώρα τρόπους». «Δεν είπα αυτό». «Αφού φοβάσαι γιατί δεν το παραδέχεσαι»; «Για να μη φοβηθείς εσύ περισσότερο από όλες αυτές τις εξελίξεις στη ζωή σου». Η Αριάδνη άρχισε να πληκτρολογεί πίνοντας πρώτα κι εκείνη λίγο κρασί. Ναι, είχε ταραχτεί αλλά μόνο για λίγο. Προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό της στην κουζίνα του Ορέστη, να ψάχνει δουλειά ή να τον περιμένει. Κάποτε θα το βάφτιζε παράδεισο όλο αυτό, μα όχι και σήμερα»: «Καλησπέρα Ορέστη, είμαι πολύ καλά ευτυχώς. Δεν πίνω ρόφημα κανέλλας αλλά κρασί μαυροδάφνη, και δεν είμαι καθισμένη στην κουζίνα μου μα σε εκείνη ενός υπέροχου ανθρώπου. Τον λένε Άλκη και είναι ο πατέρας της Δάφνης, σου έχω μιλήσει για εκείνη, προοδεύει στα πάντα... Τώρα λείπει, κι εμείς φτιάξαμε ένα ωραίο κοτόπουλο με μανιτάρια. Χαίρομαι που έχεις προσαρμοστεί τόσο γρήγορα, κι ελπίζω να άρχισε κιόλας να σου αποδίδει η δουλειά σου αν και δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς επέλεξες να κάνεις τελικά. Όσο για το ταξίδι, ίσως και να το πάρουμε απόφαση να έρθουμε οι τρεις μας σε κάποιες διακοπές, για να μπορέσουμε να απολαύσουμε όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα για τα οποία μου μίλησες. Να έχεις ένα ωραίο βράδυ και να προσέχεις τον εαυτό σου». Έστειλε το μήνυμα και μετά πίεσε με δύναμη το τηλέφωνο στα χέρια του Άλκη που αναγκάστηκε να το κρατήσει. Διάβασε το μήνυμα πολύ αργά, μεγαλόφωνα, όπως του άρεσε να κάνει με τα βιβλία. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και πήγε να την αγκαλιάσει από τους ώμους. «Πονάς πολύ τώρα»; «Είναι ένας πόνος που θαμπώνει και γλυκαίνει, αλλά αν ξέρω πως δε θα αλλάξεις γνώμη για εμάς θα φύγει γρήγορα. Προσπάθησα να με φανταστώ δίπλα του εκεί, και δε μπόρεσα, χάρη σε εσένα». «Θα πάμε διακοπές όπου θέλεις». «Καλά είμαστε εδώ για την ώρα, τι λες»; «Σίγουρα, θέλω να είσαι καλά»... «Θα μείνω απόψε εδώ». «Τότε θα είμαι κι εγώ καλύτερα. Θα σε βοηθήσω να διώξεις τον πόνο, όσο κι αν πάρει». «Θα ήθελα να κάνουμε ένα παιδί αν όλα εξελιχθούν όπως πρέπει». Ο Άλκης χαμογέλασε. «Όποτε είσαι έτοιμη θα το προσπαθήσουμε, αρκεί να είσαι πραγματικά έτοιμη Αριάδνη, εντάξει δεν είμαστε και τόσο νέοι ειδικά εγώ, μα δε μας πήραν δα και τα χρόνια». Της γέμισε ξανά με κρασί το ποτήρι της. «Ξέρω, τώρα συνεχίζουμε να αποχαιρετούμε τον Ορέστη, μαζί. Είναι διακριτικός, θα καταλάβει και θα σταματήσει να μου στέλνει τόσο συχνά». «Νιώθεις καλά αυτή τη στιγμή»; Την κοίταξε με ελπίδα. «Ναι, και σε λίγο που θα με κρατάς θα νιώθω καλύτερα. Σε διάλεξα όχι για να συμβιβαστώ μα για να ζήσω όλα όσα θέλω, μαζί σου. Δεν το μετανιώνω, έλα να φάμε, και χαμογέλα, δεν το μετανιώνω καθόλου».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now