40

413 58 7
                                    

Εκείνα τα χριστούγεννα για την Όλια ήταν περίεργα, γλυκόπικρα, φορτωμένα με μπερδεμένα αλλά κι εξίσου έντονα συναισθήματα. Είχε πάει μαζί με τη Στέλλα στα μαγαζιά, και της είχε αγοράσει ένα σωρό χρυσές κι ασημένιες μπάλες για το δέντρο της, σαν να μην είχε εκείνη δικές της. Επίσης, της γέμισε το σπίτι με πολλά χριστουγεννιάτικα γλυκά, λέγοντας της όταν πήγαινε να διαμαρτυρηθεί πως αυτό ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει. Μαζί, κάθονταν τα βράδια ανοίγοντας ένα μπουκάλι καλό κρασί, κι άκουγαν ορχηστρική και χορωδιακή μουσική των ημερών, κατανυκτική και υπέροχη. Η Όλια συνήθιζε να λέει από τότε που έγινε μουσικός, πως η ανάταση που ένιωθε από τις θρησκευτικές συνθέσεις της κλασικής μουσικής, δε συγκρινόταν με τίποτα άλλο. Πολλές φορές έκλαιγε με το κεφάλι της χωμένο στο μαξιλάρι λίγο πριν την πάρει ο ύπνος. Τα δάκρυα έρχονταν εύκολα ακόμη, και προορίζονταν και για τη Νέλλη που δεν την ξεχνούσε στιγμή, και για τον Λύσανδρο. Εξακολουθούσαν να επικοινωνούν κάθε μέρα, στέλνοντας φωνητικά και γραπτά μηνύματα από το πρωί ως το βράδυ, αλλά ακόμη δεν τα είχαν καταφέρει να συναντηθούν γιατί ο γάμος είχε προγραμματιστεί να γίνει αμέσως μετά τα χριστούγεννα στο δημαρχείο. Ανήμερα λοιπόν των χριστουγέννων, ξύπνησε η Όλια κι έτρεξε να δώσει στη Στέλλα το δώρο που της είχε πάρει. Την είχε αφήσει εκείνη στο τμήμα των καλλυντικών ενός εμπορικού, κι είχε φύγει για λίγο επιτρέποντας της τη μυστικότητα. Αυτό που είχε διαλέξει η Όλια για εκείνη ήταν το άρωμα με το κεράσι που είχε βάλει και η Αριάδνη τη μέρα που την πήγε στο αεροδρόμιο. Και μαζί της επικοινωνούσε πολύ συχνά. Της φαινόταν ελαφρώς μελαγχολική, αλλά χρειάστηκε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια η Όλια μέχρι να την πείσει να της πει τον λόγο. Όταν έμαθε πως για τη μελαγχολία της έφταιγε το γεγονός πως ο Ορέστης είχε αρχίσει να το σκέφτεται να πάει στην Αγγλία για να δουλέψει εκεί, ένιωσε να συμμερίζεται τα συναισθήματα της, με διαφορετικό τρόπο όμως. Στο άκουσμα της κουβέντας της Αριάδνης, βεβαιώθηκε πως ένας μεγάλος όμορφος κύκλος της ζωής της είχε κλείσει για πάντα, θα έκανε όμως ό,τι μπορούσε έτσι ώστε εκείνος που θα τον διαδεχόταν να ήταν ακόμη ομορφότερος. Του έστειλε ένα μήνυμα γεμάτο ευχές στο τραπέζι του πρωινού, αποφεύγοντας όμως να κάνει αναφορά στην πιθανότητα να φύγει εκείνος από την Ελλάδα. Η Στέλλα στο μεταξύ κόντευε να λουστεί ολόκληρη με το νέο της άρωμα. Το δικό της δώρο για την Όλια ήταν μια ωραία μεγάλη τσάντα, την οποία της είπε πως ήταν υποχρεωμένη να την παίρνει μαζί της κάθε φορά που θα πήγαινε στο ωδείο για να διδάξει. Η Σοφία Λάζου της είχε πράγματι απαντήσει ταχύτατα στο τελευταίο της e-mail για να της κανονίσει ραντεβού με τον καλλιτεχνικό διευθυντή καθώς και με την υπόλοιπη επιτροπή των καθηγητών για τις 8 Ιανουαρίου, την πρώτη μέρα που θα ήταν ανοιχτό το ωδείο. Η Όλια βρήκε ευκαιρία να τηλεφωνήσει στον Λύσανδρο κάποια στιγμή που είχε καλέσει τη Στέλλα κι ο δικός της σύντροφος στο κινητό. Ο Λύσανδρος της απάντησε αμέσως, σημάδι πως μάλλον την περίμενε από ώρα την κλήση της. «Χρόνια πολλά μάτια μου, καλά Χριστούγεννα, μου λείπεις πολύ». «Κι εμένα το ίδιο, να είσαι καλά... Τι έκανες χθες»; Η Όλια κατάλαβε πως ετοιμαζόταν να κλάψει και πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο της, χωρίς όμως να παραλείψει να χαιδέψει τις μπάλες με τη χρυσόσκονη. «Μόνος ήμουν, έβαλα ένα ποτό και καθόμουν και σκεφτόμουν, ποια άλλη, εσένα». «Βγες μια βόλτα, κάθισε σε μια καφετέρια για λίγο, θα σου κάνει καλό να δεις κόσμο να γιορτάζει». «Το ξέρω, μα εγώ θέλω να γιορτάσω μαζί σου. Να το ξέρεις πως μετά τον γάμο θα έρθω εκεί. Θα σε κλέψω από τη Στέλλα και θα πάμε να κρυφτούμε κάπου που δε θα μπορεί να μας βρει κανείς». Η Όλια σκούπισε τα δάκρυα της. «Ακριβώς αυτό θέλω κι εγώ να κάνουμε, με προσοχή όμως για να μη δίνουμε στόχο». «Αν μιλάς για τη μέλλουσα γυναίκα μου, δεν ασχολείται καθόλου μαζί μου τώρα πια. Της έχει πάρει τα μυαλά ο παλιός της γνώριμος κι απορώ το γιατί». Ο Λύσανδρος της είχε πει ήδη τα πάντα που ήξερε για τη γνωριμία της Ηλέκτρας με τον Αντώνη Αναστασίου. «Από τη στιγμή που προσέχει, μη σε απασχολεί. Άκου, λέω να τηλεφωνήσω στην Αγγελική σήμερα. Την είχα καλέσει αμέσως μόλις έφτασα εδώ αλλά αν και μου είπε πως θα μου τηλεφωνούσε σύντομα δεν το έκανε». «Μην ανησυχείς, πιστεύω πως πολύ απλά ήθελε να σου δώσει λίγο χρόνο για να προσαρμοστείς στην καινούρια σου καθημερινότητα. Η ιδέα όμως να της πεις χρόνια πολλά δεν είναι άσχημη, κοίτα μόνο να μην την πιέσεις». «Όχι, δε θα το κάνω, ξέρει εκείνη πότε θα είναι η σωστή στιγμή για να μου μιλήσει». Κουβέντιασαν για λίγο ακόμη και μετά καταλαβαίνοντας πως η Στέλλα εξακολουθούσε να μιλάει με τον σύντροφο της που έλειπε για δουλειά εκτός πόλης εκείνες τις μέρες, μάζεψε το κουράγιο της η Όλια και τηλεφώνησε στην Αγγελική. Χαμογέλασε όταν άκουσε τη κοντράλτο φωνή της να λέει τραγουδιστά το όνομα της. «Χρόνια πολλά κορίτσι μου, καλά χριστούγεννα, να είσαι πάντα γερή και δημιουργική». «Σε ευχαριστώ Αγγελική, το ίδιο σου εύχομαι κι εγώ, χρόνια πολλά και καλά. Πώς είσαι»; Η μεγαλύτερη γυναίκα τη διαβεβαίωσε πως ήταν μια χαρά και τη ρώτησε πως περνούσε τις μέρες της εκεί. Χάρηκε πραγματικά όταν έμαθε για τη συνάντηση της Όλιας με τον παραγωγό, καθώς κι όταν άκουσε για το ραντεβού που είχε κλείσει εκείνη με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ωδείου. «Έχω καλό προαίσθημα, και τα δικά μου προαισθήματα βγαίνουν πάντα, μη φοβάσαι τίποτα, από τη στιγμή που θα σου δώσουν την ευκαιρία σου, δε θα σε αφήνουν να φύγεις». Συνομίλησαν έτσι για λίγο ακόμη και μετά η Όλια αναστέναξε και συγκέντρωσε το θάρρος της για να τη ρωτήσει επιτέλους αν είχε δοκιμάσει εκείνη να επικοινωνήσει με τους γονείς της. Δε χρειάστηκε όμως να πει τίποτα, γιατί η αλλαγή στην αναπνοή της είχε μιλήσει για λογαριασμό της. «Θα σου τηλεφωνούσα εγώ σήμερα το απογευματάκι. Έκανα μια προσπάθεια, με τον τρόπο που έπρεπε. Ας πούμε πως πήγα διά της πλαγίας οδού. Λοιπόν, ο πατέρας σου είναι κάπως πιο διαλλακτικός, ενώ η μητέρα σου έχει κάπως αναστατωθεί». Η Όλια ξέχασε να αναπνεύσει. «Ναι, ναι Αγγελική, καταλαβαίνω, θα κάνω ό,τι μου πεις». «Θα χρειαστούν λίγο χρόνο και οι δυο, δεν ξέρω δηλαδή πόσος θα είναι ο χρόνος αυτός, αλλά δε θα τους πιέσουμε. Ας κρατήσουμε μέσα μας την ελπίδα, γιατί δεν ακούσαμε ένα κατηγορηματικό όχι από κανέναν τους. Τι λες; Δεν είναι κάτι θετικό κι αυτό»; «Ναι, φυσικά. Θα σε καλέσουν εκείνοι αν τελικά το αποφασίσουν»; «Μη σε απασχολεί. Κοίτα εσύ να κάνεις όσο καλύτερα μπορείς τις δουλειές που έχεις, κι άφησε τα σε εμένα αυτά. Θέλεις να πιούμε ένα καφεδάκι αύριο»; «Και βέβαια, τι ώρα σε βολεύει; Ειλικρινά θέλω πολύ να συναντηθούμε»...

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now