47

502 60 9
                                    

«Πού πας Ηλέκτρα; Κόψε ταχύτητα, ή μάλλον όχι, σταμάτα κάπου κι άσε με να οδηγήσω εγώ». Στην αρχή ο άνδρας της είχε μιλήσει ήρεμα. Το είχε ήδη μετανιώσει αυτό που έκανε αλλά ήταν πολύ αργά πλέον για να αλλάξει τα πράγματα. Ως και την τελευταία στιγμή ήταν αποφασισμένος να δώσει την Ελεάνορ για να πουληθεί. Όμως λίγο πριν αρχίσει να ετοιμάζεται, ο πόνος του έγινε μια μπάλα βαριά μέσα του και μια φωνή σειρήνας άρχισε να του υπαγορεύει τι έπρεπε να κάνει. Είχε ποδοπατήσει τότε το βελούδο που κάλυπτε τον πίνακα και είχε προσθέσει λίγες ανεπαίσθητες πινελιές. Μετά, είχε πάρει στα χέρια του την Ελεάνορ και την είχε παραχώσει μέσα στη ντουλάπα. Όμως, έτσι όπως άκουγε τις πρώτες νότες της υστερικής κρίσης να ξεπηδούν όλο και πιο υψηλές σε συχνότητα από τον λαιμό της Ηλέκτρας, κατάλαβε πως είχε πάρει τη λάθος απόφαση. Άλλον τρόπο θα έπρεπε να βρει προκειμένου να την εκδικηθεί, αφήνοντας το θέμα αυτό αποκλειστικά και μόνο για τους δυο τους. Ωστόσο, η σκέψη πως του είχε αποκρύψει κάτι τόσο σοβαρό όπως ήταν η γέννηση μα κι ο θάνατος του παιδιού του, διέλυσε την λογική του. Καθώς την έβλεπε να φεύγει από εκεί παραπατώντας, άρχισε να βρίζει κι έτρεξε ξοπίσω της. Πρόλαβε όμως να δει πως ο βουλευτής και πατέρας της, είχε αδράξει με όση δύναμη μπορούσε ακόμη να αντλήσει ένας θεός ήξερε από πού, τη γυναίκα του από τους ώμους, σέρνοντας την κυριολεκτικά προς την πόρτα. Η Αμαλία Οικονόμου ούτε φώναζε ούτε έκλαιγε, μόνο είχε χώσει το χέρι της μέσα στο στόμα της δαγκώνοντας τα δάχτυλα της με μανία. Χρειάστηκε να καταβάλλει υπεράνθρωπη προσπάθεια ο σύζυγος της για να την κάνει να ανοίξει το στόμα της.

«Φύγε, φύγε»... Συνέχιζε να ουρλιάζει η Ηλέκτρα, ενώ άπλωσε κιόλας το δεξί της χέρι κι άρχισε να τον σπρώχνει βίαια, λες και ήταν εύκολο να τον πετάξει με τον τρόπο αυτό έξω από το αυτοκίνητο. «Σταμάτα τώρα, τώρα, δε βλέπεις που πας». Ο Αντώνης άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να τα τυλίξει γύρω από το τιμόνι μα η γυναίκα ήταν λες και το κρατούσε πάνω της με έναν σωστό γάντζο. «Είσαι ένας πρόστυχος, ένας φτηνός άνανδρος, ένας τιποτένιος, ένας»... «Κι εσύ τι θαρρείς πως είσαι μου λες; Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Λέγε»! Επιτέλους η Ηλέκτρα σαν να κατάλαβε τι της είπε κι άρχισε να κόβει ταχύτητα χωρίς ωστόσο να σταματήσει εντελώς. «Τι σου έκανα; Τι; Απαρνήθηκα τα πάντα για εσένα, άλλαξα ζωή, κατάντησα μια»... «Σκάσε, σταμάτα, πάτα φρένο, θα σκοτωθούμε». Τελικά συμμορφώθηκε η Ηλέκτρα και σταμάτησε να οδηγάει μένοντας σε σημείο που επιτρεπόταν να σταθμεύσει. «Τι σου έκανα; Με πρόδωσες, τσακίσου»... Βάλθηκε να τον χτυπάει λούζοντας τον με βρισιές. «Το παιδί ήταν δικό μου, όχι του άλλου, μα δικό μου δικό μου». «Τι»; Η φωνή έσβησε στον λαιμό της που είχε αρχίσει από ώρα να τη ζεματάει και τα χέρια της παρέλυσαν και ξεκόλλησαν επιτέλους από το τιμόνι. «Τι είναι αυτά που λες»; «Την αλήθεια, την οποία και ομολόγησες σήμερα το πρωί στο μπαλκόνι σου στον Λύσανδρο. Μιλούσατε τόσο δυνατά έτσι όπως μαλώνατε που ακόμη κι αν το ήθελα να μην σας ακούω έπρεπε να απομακρυνθώ μίλια για να το πετύχω». «Δε μπορεί, πού ήσουν»; «Ακριβώς από κάτω Ηλέκτρα. Ήμουν λίγος για εσένα, κι αυτό εντάξει, ίσως και να είναι αλήθεια γιατί κάποτε σου το είχα πει κι εγώ από μόνος μου, όμως ποτέ δε θα ήμουν λίγος και για το παιδί μας. Για αυτό θα έκανα τα πάντα κατάλαβες; Γιατί διαθέτω και καρδιά και μυαλό, κι αυτά ο τιποτένιος τα χάρισα σε εσένα και τα δυο». Η Ηλέκτρα άρχισε να κλαίει σιγανά γιατί το βράχνιασμα είχε αναμειχθεί με το κάψιμο που ζωήρευε. «Ποτέ δε θα το φανταζόμουν αυτό, όχι, δεν εννοούσα»... «Τι δεν εννοούσες Ηλέκτρα; Ήταν ή όχι δικό μου το κοριτσάκι σου που πέθανε»; «Όχι δεν»... Το χαστούκι που της έδωσε της τράνταξε όχι μόνο το πρόσωπο μα και το σώμα της. «Ήταν ή όχι δικό μου το κοριτσάκι σου; Λέγε αλλιώς θα σε βλάψω ακόμη χειρότερα». «Ναι, ναι, ήταν δικό σου, ποτέ δεν τα πήρα τα αντισυλληπτικά, ήμουν μεθυσμένη όχι από το αλκοόλ αλλά από την αγωνία μου για τον Λύσανδρο, το μυαλό μου ήταν για τα καλά ναρκωμένο, δικό σου ήταν... Αλλά ήθελα εκείνον κι έψαξα τρόπο να τον πάρω από την Όλια». Τότε, ο Αντώνης την έφτυσε στο πρόσωπο, κι αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε βιώσει πολλές φορές στο παρελθόν η Ηλέκτρα.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now