23

463 64 5
                                    

Η Αριάδνη περιπλανήθηκε για ώρες στους δρόμους πρώτα με τα πόδια και μετά με το αυτοκίνητο της. Το μόνο που ήθελε ήταν να αδειάσει την ψυχή της από όλα όσα τη βάραιναν, και πιότερο ήθελε να απαλλαγεί από όσα ένιωθε για τον Ορέστη. Διχασμένη ήταν ανάμεσα στη λαχτάρα της που φούντωνε για εκείνον η οποία και το φοβόταν πολύ πως θα μετατρεπόταν σύντομα σε αγάπη, και στη φιλία που τη συνέδεε με την Όλια. Η κοπέλα την είχε στηρίξει πάρα πολύ από την πρώτη κιόλας στιγμή κι έτσι η Αριάδνη δεν είχε διστάσει να της μιλήσει για το παρελθόν της. Όσο σπούδαζε στο εξωτερικό είχε κάνει μια και μόνη μακρόχρονη σχέση με έναν συμφοιτητή της ο οποίος το κατάλαβε από την αρχή πως θα της ταίριαζε θαυμάσια. Οι τρόποι του ήταν λεπτοί ακριβώς όπως κι αυτοί του Ορέστη, και η ζωή του ολόκληρη περιστρεφόταν γύρω από τη μελέτη, το σπίτι και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Την σεβόταν βαθιά και δεν άργησε να της προτείνει πρώτα να συζήσουν και μετά να παντρευτούν, όταν θα ολοκλήρωναν δηλαδή και οι δυο τις σπουδές τους. Είχε δεχτεί με χαρά να γίνουν και τα δύο, λίγες όμως μόλις εβδομάδες μετά την τελετή για την απονομή των πανεπιστημιακών πτυχίων τους, εκείνος είχε βρει τραγικό τέλος αφού έπεσε πάνω του κάποιο αυτοκίνητο που είχε στο τιμόνι έναν μεθυσμένο για οδηγό. Ποτέ της δε συνήλθε από την απώλεια αυτή και παρά τα τόσα χρόνια που είχαν περάσει από τότε δε μπόρεσε να τον βγάλει από το μυαλό της. Κάθε πρωί που ξυπνούσε εκείνος ήταν η πρώτη της σκέψη. Κι έτσι κάποτε άρχισε να προσεύχεται στον θεό να αλλάξει αυτό, κι εκείνος που τη σπλαχνίστηκε τελικά, της έκανε τη χάρη. Μόνο που η σκέψη του νεκρού της συντρόφου ήρθε απλά να αντικατασταθεί από αυτή του Ορέστη. Όσο περπατούσε έμπηγε τα νύχια της μέσα στις παλάμες της κι έτσι αργότερα θα διαπίστωνε πως τα χέρια της είχαν γεμίσει από στρογγυλές ματωμένες χαρακιές τις οποίες θα φρόντιζε να περιποιηθεί με οινόπνευμα και κρέμα για τα χέρια όταν θα γύριζε στο σπίτι της. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε πια σουρουπώσει για τα καλά και πως το κινητό μέσα στην τσάντα της δονούταν μάλλον εδώ κι αρκετή ώρα. Μισοζαλισμένη από την πολύωρη οδήγηση αλλά κι από το τόσο περπάτημα με τα πόδια, πήρε το δρόμο της επιστροφής ρίχνοντας και μια ματιά στο τηλέφωνο. Τα μάτια της γέμισαν τότε με φρέσκα δάκρυα. Είχε λάβει τουλάχιστον πέντε μηνύματα στο facebook, όλα από την αδερφή της. Της ανέφερε τα κατορθώματα του μωρού της ενώ της είχε ανεβάσει και τις ανάλογες φωτογραφίες που τα επιβεβαίωναν όλα. Η Αριάδνη κρατήθηκε μέχρι να παρκάρει έξω από την πολυκατοικία που ήταν το σπίτι που έμενε. Όταν σταμάτησε κι έσβησε τη μηχανή έκρυψε πάλι το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της κι έβαλε τα κλάματα. Το ανιψάκι της το λάτρευε κυριολεκτικά και δε χόρταινε να το βλέπει και να παίζει μαζί του, ο ερχομός του όμως είχε ανοίξει μέσα της την παλιά εκείνη πληγή για άλλη μια φορά. Δε θα έκανε ποτέ της παιδιά εκείνη λοιπόν; Δε θα συναντούσε ποτέ τον άνθρωπο που θα τη βοηθούσε να ξεχάσει την πρώτη της αγάπη; Ή μήπως τον είχε ήδη συναντήσει και δε μπορούσε να το αποδεχτεί πως δε θα τον είχε ποτέ δικό της; Αχ πως την κοιτούσε έτσι, πώς την κοιτούσε έτσι...

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now