28

473 62 2
                                    

Για τις επόμενες δυο μέρες η Όλια βάλθηκε να δουλεύει πυρετωδώς χωρίζοντας τις ώρες της δουλειάς στα δυο, πρώτα έγραφε για την ταινία της Ντονατέλλα, κι αμέσως μετά για την άλλη ταινία φαντασίας. Είχε πάλι λάβει ηλεκτρονικό μήνυμα από τον υπεύθυνο, ο οποίος της έλεγε πως ο αντιπρόσωπος της εταιρείας θα βρισκόταν στην Αθήνα μετά από δύο εβδομάδες, ή στη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσε λοιπόν να επιλέξει το που θα τον συναντούσε. Η Όλια είχε απαντήσει πως μέσα σε τρεις επιπλέον μέρες θα γνώριζε το που θα ήταν βολικότερο για εκείνη να γίνει το ραντεβού. Με τον Ορέστη δεν είχε επικοινωνήσει ξανά μετά από τη μέρα που του είχε εξομολογηθεί τα πάντα, ούτε όμως και με τον Λύσανδρο. Δεν τον είχε αναζητήσει, κι ούτε κι εκείνος τα είχε καταφέρει να της στείλει κάποιο γραπτό ή φωνητικό μήνυμα, εκτός από μια καλημέρα και μια καληνύχτα. Μπορεί να ήθελε πολύ να τον δει και η απουσία του από κοντά της να την ενοχλούσε ψυχικά και σωματικά, δεν την ένιωθε όμως σαν βάρος ασήκωτο πάνω της. Είχε προσπαθήσει να αποδεσμεύσει τον Ορέστη όχι για να τον αντικαταστήσει οπωσδήποτε με τον Λύσανδρο άμεσα, αλλά κυρίως για να μην τον πληγώσει εξαιτίας του γεγονότος πως δε θα μπορούσε να του δοθεί τόσο έντονα όσο θα ήθελε εκείνος. Το βράδυ της τετάρτης τη βρήκε λοιπόν να ακούει τις στάλες της βροχής να πέφτουν όλο και πιο πυκνές. Αθέλητα έκανε τη σκέψη πως η μουσική που παρήγαγε η φύση θα ήταν πάντοτε κατά πολύ ανώτερη από αυτή που δημιουργούσαν οι άνθρωποι. Ένιωθε πολύ κουρασμένη από τις τόσες ώρες κατά τις οποίες ενορχήστρωνε ένα κομμάτι που θα έντυνε μουσικά τη γνωριμία της Ντονατέλλα με τον Άντζελο. Είχε βάλει τα δυνατά της να το κάνει τέλειο από κάθε άποψη και βιαζόταν να στείλει και στους δυο τους ένα δείγμα, αν και κάπως λειψό και πρόωρο όμως. Αφού δε μπορούσε πλέον να αντισταθεί, το επισύναψε σε δυο ηλεκτρονικά μηνύματα και μόλις τους το έστειλε έκλεισε τον υπολογιστή της ανακουφισμένη. Η ώρα είχε μόλις περάσει από οχτώ και ήταν ολοφάνερο πως δε θα προχωρούσε ούτε βήμα παρακάτω πια. Ήταν σχεδόν νηστική αλλά αδυνατούσε και να φάει κάτι της προκοπής. Το ίδιο μεσημέρι είχε παραλάβει μια μεγάλη παραγγελία από ψώνια την οποία την είχε ετοιμάσει το ίδιο πρωί και τα είχε τακτοποιήσει όλα μόνη της. Άνοιξε τελικά το ψυγείο κι έβγαλε από μέσα μια πλάκα λευκής σοκολάτας με γέμιση φρούτων του δάσους. Την έκοψε σχεδόν ψυχαναγκαστικά σε τέλεια τετραγωνάκια κι έβαλε ένα στο στόμα της όταν κατάλαβε πως είχε λάβει μαζεμένα κάμποσα ηλεκτρονικά μηνύματα στο κινητό της. Απορημένη αναρωτήθηκε αν είχε χάσει για λίγο το ίντερνετ εξαιτίας της βροχής που δυνάμωνε. Το πρώτο μήνυμα ήταν από τη Ντονατέλλα που απαντούσε πάντοτε με ταχύτητα αστραπής. «Αχ Όλια, είναι εκπληκτική η δουλειά σου, μπράβο, μεταλλόφωνο και ξύλο της βροχής και νέι... Υπέροχο, δε θα μπορούσες να σκεφτείς τίποτα καλύτερο... Ο Άντζελο που θα σου απαντήσει σε λίγο μιας και τώρα πήγε να αγοράσει ξηρούς καρπούς αφού σε λίγο αρχίζουν τα αγαπημένα μας έργα στην τηλεόραση, ενθουσιάστηκε τόσο που έστειλε τη δουλειά σου στον Λύσανδρο. Μου έχεις λείψει... Όλια, έχω να σου πω... Λέμε να παντρευτούμε στις δύο Απριλίου... Αρχίσαμε από τώρα να στήνουμε τα πάντα... Θα είναι σαν παραμύθι... Θα έρθεις, έτσι δεν είναι»; Η Όλια έσφιξε στο δεξί της χέρι το τηλέφωνο. Κατά διαβολική σύμπτωση, την ίδια ακριβώς μέρα ήταν προγραμματισμένα να πραγματοποιηθούν και τα εγκαίνια του χώρου που ετοίμαζε ο Λύσανδρος. Μα γιατί; Γιατί; Πώς θα τα ρύθμιζε τώρα όλα; Δάγκωσε άλλο ένα τετραγωνάκι από τη σοκολάτα της κι άνοιξε το επόμενο e-mail. Αυτό εδώ ήταν σταλμένο από τη Στέλλα. Χαμογέλασε προτού ακόμη το ακούσει:

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now