43

394 61 9
                                    

Η Ηλέκτρα έδωσε στον Αντώνη την κούπα με τον καφέ του και μετά κάθισε απέναντι του σε μια χαμηλή αναπαυτική πολυθρόνα. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί εκείνες τις μέρες, κι αυτό επειδή ήθελε πια με το πέρασμα του καιρού να τον κανακέψει κι εκείνη. Μόνο για τον Λύσανδρο της είχε γεννηθεί στο παρελθόν η επιθυμία να κάνει κάτι τέτοιο. Ο ζωγράφος όταν την είχε δει να του ετοιμάζει κάτι για φαγητό είχε προσπαθήσει να τη σταματήσει αλλά του είχε εξηγήσει πως αν δεν την άφηνε να το κάνει δε θα του το επέτρεπε κι εκείνη να την προσέχει τόσο. Οι τελευταίοι μήνες είχαν περάσει πολύ γρήγορα αν κι είχε αρχίσει να βαραίνει και να γίνεται πιο νωθρή λόγω της εγκυμοσύνης. Ο χρόνος όμως που περνούσε μαζί του που μόνο λίγος δεν ήταν, τη βοηθούσε να ηρεμεί και να ζει με έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Τώρα ήταν και πάλι στην Κόρινθο οι δυο τους. Ο Αντώνης της είχε προτείνει την απόδραση αυτή, ξεκαθαρίζοντας της από την αρχή πως θα κανόνιζαν να δουλεύει σε συγκεκριμένες ώρες αυστηρά. Τα πράγματα με την προετοιμασία της έκθεσης του πήγαιναν καλά αφού η Λίζα Δεσίπρη εργαζόταν σε πλήρη εγρήγορση σαν δαιμονισμένη. Όσο ήταν στην Αθήνα, συνέχιζε να δίνει συνεντεύξεις με τη βοήθεια της Ηλέκτρας, καθώς και να ζωγραφίζει πάντα στο πρώτο πρωινό φως. Τα περισσότερα έργα κόντευαν πια να ολοκληρωθούν όπως ήταν αναμενόμενο κι αυτό σήμαινε πως του έμενε πια περισσότερος χρόνος τόσο για την προώθηση της δουλειάς, όσο και για την ξεκούραση του που ήταν απαραίτητη σε μεγάλο βαθμό. Η Λίζα είχε ήδη επικοινωνήσει με κάποιες ομάδες εκλεκτών συλλεκτών που ζούσαν διασκορπισμένοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, και ήταν βέβαιη πως θα τους πουλούσαν και τους 24 πίνακες προτού περάσουν δυο ώρες. «Φαίνεσαι κουρασμένη, κοιμήθηκες άσχημα»; Η Ηλέκτρα ήπιε λίγο χυμό και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Δυστυχώς ναι, αλλά δεν πειράζει, κοντεύω πια να το συνηθίσω». «Γιατί πριγκιπέσσα; Τι σε βασανίζει τόσο; Οι εξετάσεις που έκανες προχθές δεν βγήκαν καλές»; «Ναι, ευτυχώς, είναι καλά το μωράκι μου». Χάιδεψε την κοιλιά της αρχίζοντας να χαμογελάει αχνά. «Τότε; Τι σκέφτεσαι που σου διώχνει τον ύπνο; Μήπως δεν ήθελες να έρθουμε; Αν είναι αυτό»... «Όχι Αντώνη, σε καμιά περίπτωση, το χαίρομαι που ήρθαμε. Ειδικά τώρα που με έχουν αφήσει όλοι ήσυχοι, και οι γονείς μου και ο Λύσανδρος. Φοβούνται μήπως δεν πάει κάτι καλά με το παιδί φαίνεται κι αποφάσισαν να μη με ζορίσουν μέχρι τη γέννα». «Και πολύ καλά θα κάνουν». «Τη ζωή μου σκέφτομαι, την εξέλιξη της, την πορεία της. Δεν υπήρξα ποτέ ανόητη και το ξέρω πως δε θα μπορώ να ζω για πάντα έτσι. Δεν είμαι κοριτσάκι πια». Εκείνος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Στις πιο απαισιόδοξες στιγμές του σκεφτόταν το ίδιο πράγμα ακριβώς. «Θα ζήσεις όπως θέλεις, και με όποιον θέλεις». «Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Θα γίνω μητέρα, θα έχω μεγάλη ευθύνη, δε γίνεται να τρέχω πότε στην Αθήνα και πότε στην Κόρινθο, ούτε να κοιμάμαι πότε στο σπίτι μου και πότε στο δικό σου». «Κατανοητό πριγκιπέσσα. Εγώ θέλω μόνο να σου πω πως αν το αποφασίσεις, σε παντρεύομαι αμέσως μόλις χωρίσεις με τον Λύσανδρο, γιατί θέμα χρόνου θα είναι να γίνει αυτό από τη στιγμή που θα γεννήσεις». Τον κοίταξε απορημένη αν και συνήλθε γρήγορα. «Το εννοείς; Δε γίνεται να υιοθετήσεις»... «Δε σου είπα κάτι τέτοιο, το παιδί θα το αγαπάω και θα το φροντίζω, μα ξέρω καλά ποιος είναι ο πατέρας του. Το πόσο θα το βλέπει είναι δικό σας ζήτημα. Κι αν δε θες να μείνουμε στην Αθήνα, τα μαζεύουμε και φεύγουμε». «Δε μπορεί να μιλάς σοβαρά, τώρα αρχίζεις να χτίζεις»... «Μπορώ να ζωγραφίζω από παντού, όπου κι αν ζω θα βρίσκω μπογιές και πινέλα. Εσύ σκέψου μόνο αν με θέλεις, τίποτα άλλο». Η Ηλέκτρα συγκινήθηκε και του έσφιξε το χέρι μη λέγοντας τίποτα αφού δεν υπήρχε λόγος. Είχε ακόμη χρόνο να σκεφτεί και ψύχραιμα και ξεκάθαρα, κι αυτά που της πρότεινε ήταν πολύ σοβαρά. «Ζω μαζί σου και χωρίς να παντρευτούμε, ποτέ δε με ενδιέφεραν οι τυπικότητες, για εσένα την πρότεινα τη διαδικασία». «Ναι, είδαμε και την εξέλιξη του γάμου που έκανα τα Χριστούγεννα». Η Ηλέκτρα άρχισε να καγχάζει και για να σταματήσει άνοιξε τις ηλεκτρονικές εκδόσεις των εφημερίδων. Για λίγο διάβασε ήσυχα μα ξαφνικά έπαψε και πέταξε το τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι με δύναμη. Αν δεν ήταν κλεισμένο σε μια καλή προστατευτική θήκη η οθόνη του θα ράγιζε οπωσδήποτε. «Τι τρέχει πάλι; Μύγα σε τσίμπησε»; Ο Αντώνης έπιασε το τηλέφωνο και κοίταξε το άρθρο που την είχε εκνευρίσει τόσο. Μετά από λίγο άφησε πάλι κάτω απαλά το τηλέφωνο. «Η αλήθεια είναι πως χάρη και στον πατέρα σου αλλά και στην Όλια, τα εγκαίνια του χώρου αυτού θα πάρουν μεγάλη μερίδα του τύπου, σίγουρα θα πάει πολύς κόσμος. Σκέψου το λίγο πριγκιπέσσα, όλοι δε θα είχαμε ανάγκη κάτι τέτοιο αν αντιμετωπίζαμε σοβαρό πρόβλημα όρασης»; «Ναι, παραδέχομαι πως ναι. Κι αν δεν ήταν εκείνη στη μέση τότε θα τον επαινούσα τον Λύσανδρο. Είναι όμως και βλέπω πως παρά τις χλιαρές προσπάθειες που κάνουν να μη μιλάνε μαζί για το θέμα, δεν ξεκολλάνε καθόλου. Να το δεις, θα την παντρευτεί αμέσως μόλις του δώσω διαζύγιο, αν του το δώσω δηλαδή ποτέ». Το πηγούνι του Αντώνη τραβήχτηκε και για να κερδίσει χρόνο σηκώθηκε να φτιάξει κι άλλο καφέ γιατί αυτός είχε τελειώσει. «Δε θα επιτρέψω να εμφανιστεί μαζί της στα εγκαίνια, κι αν πίστευε πως θα μπορούσε να το κάνει τότε γελιόταν». «Ηρέμησε, τι θα κάνεις δηλαδή; Προσωπικά δε θεωρώ πως θα έφτανε κανείς τους σε αυτό το σημείο». «Εκείνη ίσως όχι γιατί ξέρω πως μεγάλωσε με αρχές, αλλά ο Λύσανδρος από τώρα ονειρεύεται την είσοδο του μαζί της εκεί. Βέβαια είμαστε ήδη στον Μάρτη, λίγες μέρες έμειναν ως τότε». Άρπαξε το κινητό της και τον κάλεσε προτού προλάβει να την εμποδίσει ο Αντώνης, που στενοχωριόταν όλο και πιο πολύ βλέποντας τη να ζηλεύει τόσο πολύ την Όλια. «Καλημέρα Λύσανδρε, πώς είσαι; Σε ενοχλώ; Φασαρία ακούω, πού σε πετυχαίνω»; «Γεια σου Ηλέκτρα, σε ένα γραφείο τύπου είμαι κι ετοιμάζω κάποιο δελτίο. Είσαι καλά; Ξέρω πως δε βρίσκεσαι στο σπίτι σου, άρα μαντεύω πως είσαι κάπου μαζί του». «Δε θα το αρνηθώ γιατί δε βλέπω τον λόγο να το κάνω. Ναι, με τον Αντώνη είμαι εκτός Αθηνών. Το μωρό είναι καλά, σε ενημέρωσα νομίζω προχθές γραπτά για όλες τις εξετάσεις που έκανα τελευταία». «Ναι και σε ευχαριστώ που το έκανες. Μα, τι καμώματα είναι αυτά»; «Δε σε πήρα να μιλήσουμε για τα δικά μου καμώματα αλλά για τα δικά σου. Κόντευα να το ξεχάσω αλλά οι εφημερίδες μου το θύμισαν, για τα εγκαίνια του χώρου σας λέω». «Ναι, κοντεύουν και χαίρομαι ειλικρινά για αυτό, επιτέλους, κάτι αρχίζει να γίνεται». Η έξαψη στη φωνή του την ενόχλησε κι άλλο. «Για αυτό σε πήρα, όπως καταλαβαίνεις, δε γίνεται να μην παραστώ αφού είμαι πλέον η σύζυγος σου. Και βέβαια εννοείται πως μαζί σου θα πάω εκεί και μαζί σου θα καθίσω σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Όλος ο καλός κόσμος εκεί θα είναι, δε φαντάζομαι να θέλεις να δώσουμε στόχο, έτσι δεν είναι; Άλλωστε δε γίνεται να θίγεις από μόνος σου την αξιοπιστία σου»; Είχε αγγίξει ακριβώς τη χορδή που έπρεπε γιατί κι ο Λύσανδρος αυτό σκεφτόταν τελευταία κι όσο κι αν πάσχιζε να βρει διαφορετική λύση αδυνατούσε να το κάνει. «Όχι Ηλέκτρα μην ανησυχείς, το έχω ήδη σκεφτεί κι εγώ αυτό, απλά έλεγα μήπως τα κουβεντιάζαμε από κοντά αυτά. Μαζί θα πάμε, και μαζί θα καθίσουμε. Δε θα ρισκάρω τίποτα, αρκεί να είσαι καλά ως τότε». «Θα είμαι, παρά τους φόβους μου δεν αντιμετώπισα σημαντικά προβλήματα ως εδώ στην εγκυμοσύνη κι ευχαριστώ τον θεό για αυτό». Η φωνή της έσπασε ανεπαίσθητα μα μόνο για λίγο. «Εντάξει, αυτό ήθελα να κουβεντιάσουμε, θα σε αφήσω τώρα να συνεχίσεις τη δουλειά σου». «Πότε θα γυρίσεις; Αν μπορούσαμε να»... «Δεν έχω ιδέα Λύσανδρε, περνάω μια χαρά εδώ και δε μου λείπει τίποτα απολύτως. Άλλωστε κι εσύ πνίγεσαι αυτή την εποχή. Λοιπόν, τα ξαναλέμε». Έκλεισε κι άφησε το τηλέφωνο ήρεμα δίπλα στο άδειο πια ποτήρι της. Πρόσεξε πως ο Αντώνης της είχε γυρισμένη την πλάτη και σηκώθηκε αργά για να πάει κοντά του. «Μη σε νοιάζει, ότι όμορφο είχε γεννηθεί εδώ και πάνω από δέκα χρόνια μέσα μου για τον άνθρωπο αυτό πέθανε όταν πήρε το αεροπλάνο για να πάει να τη βρει». «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω αυτό πριγκιπέσσα μα μένει να μου το αποδείξεις». Η Ηλέκτρα του χάιδεψε τα μαλλιά. «Ακόμη κι αν κάτι τρεμοπαίζει μέσα μου, ποτέ δε θα αφήσω να το δει και ποτέ δε θα του δώσω άλλη ευκαιρία. Χάθηκε η εμπιστοσύνη εντελώς Αντώνη κι αφού χάθηκε, δεν ξαναβρίσκεται εύκολα». «Ναι, αυτό είναι αλήθεια, το έχω νιώσει κι εγώ κάποτε». Έβαλε κι άλλο καφέ στην κούπα του που είχε μόλις γίνει. Η Ηλέκτρα τον μύρισε και γέλασε. «Μου έλειψε μια καλή κούπα, αλλά τι να γίνει; Θα συνεχίσω να τη στερούμαι ώσπου να γεννήσω. Έλα να μιλήσουμε για την έκθεση, θα δεις, θα προβληθεί κι αυτή πάρα πολύ και σιγά- σιγά θα σε μάθουν όλοι». «Ας το ελπίσουμε γιατί αυτό είναι που θέλει ο κάθε καλλιτέχνης. Τι θέλεις να πούμε»; «Για τον 24ο πίνακα, ακόμη τον καλύπτει πυκνό πέπλο μυστηρίου».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now