30

426 63 3
                                    

-Σήκω να σε πάω στο σπίτι». Ο Αντώνης άφησε πάνω στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα για τους χυμούς και τα τοστ και μετά σηκώθηκε γνέφοντας της να τον μιμηθεί. Η Ηλέκτρα έμεινε ασάλευτη για μερικές στιγμές, σαν να μην καταλάβαινε τι προσπαθούσε να της πει αλλά το απαλό του άγγιγμα στον αριστερό της ώμο τη συνέφερε τελικά. «Θα πάρω ταξί». «Ναι βέβαια, και το αυτοκίνητο σου θα μείνει εδώ παρκαρισμένο για μια αιωνιότητα, διότι τόσο θα σου πάρει να συνέλθεις από το φέρσιμο του ομορφονιού σου. Τελείωνε, έχω να κάνω και ταξίδι». Για κάποιον περίεργο λόγο, η θλίψη της γυναίκας έγινε ακόμη μεγαλύτερη στο άκουσμα της κουβέντας του ζωγράφου. Δεν του έδειξε τίποτα όμως, μόνο πήρε την τσάντα και τη ζακέτα της και τον ακολούθησε έξω. Μετά, μηχανικά, του έβαλε στο χέρι τα κλειδιά του αυτοκινήτου της, όπως είχε κάνει κι εκείνο το βράδυ που την είχε πάει εκείνος να γνωρίσει τους σνομπ καλλιτέχνες φίλους του. Ο Αντώνης ξεκλείδωσε, και μετά τη σήκωσε στα χέρια και τη βόλεψε προσεκτικά στο κάθισμα του συνοδηγού. Όταν κάθισε δίπλα της κι έβαλε μπροστά, αντί να ξεκινήσει γύρισε ξανά προς το μέρος της. «Μήπως άλλαξες γνώμη κι αποφάσισες να με συνοδεύσεις στο ταξίδι μου για την Κόρινθο; Το σπίτι που θα μείνω μπορεί να μην είναι βίλα, διαθέτει όμως και θέρμανση και ελεύθερη κρεβατοκάμαρα». «Μπα, σε ευχαριστώ Αντώνη για την πρόσκληση μα προτιμάω να γυρίσω στο δικό μου σπίτι». Εκείνος ξεκίνησε επιτέλους παίρνοντας πράγματι το δρόμο για το σπίτι της, μόνο που η Ηλέκτρα δεν τον ήξερε τόσο καλά όσο πίστευε. «Και τι θα κάνεις μόνη κλεισμένη εκεί μέσα πριγκιπέσσα»; «Θα ενεργοποιήσω τη θέρμανση και θα πέσω για ύπνο, δε θέλω τίποτα άλλο». «Μάλιστα, κι αντί να κοιμάσαι θα κλαις με μαύρο δάκρυ, ενώ ο αγαπητικός σου θα μετράει τις ώρες για να συναντήσει την Όλια». «Θα σε παρακαλούσα να σταματήσεις να μιλάς έτσι, άνθρωπος είμαι και δεν έχω πάντα τις αντοχές να ανέχομαι τις κουβέντες σου. Αφού τη θέλει τόσο ας πάει να τη βρει, το παιδί του όμως καλά θα κάνει να το ξεχάσει μια για πάντα». «Δεν είναι εύκολο να το μεγαλώσεις μόνη κι ας έχεις λεφτά Ηλέκτρα». «Τόσα παιδιά μεγάλωσαν μόνο με τη μαμά τους κι εξελίχτηκαν σε θαυμάσιους ανθρώπους». «Αυτό έλειπε, να μην είχες έτοιμη την απάντηση. Καλά λοιπόν, έστω πως πέφτεις πράγματι για ύπνο και κοιμάσαι για οχτώ ολόκληρες ώρες. Μετά; Τι θα κάνεις όταν ξυπνήσεις; Πόση ώρα θα περάσει πριν αρχίσεις να του τηλεφωνείς»; «Δεν είσαι καλά, σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να το κάνω αυτό, έχω και περηφάνια ξέρεις, κι αρκετά τσαλακώθηκε». «Αυτό είναι αλήθεια πριγκιπέσσα, κι είναι άδικο για εσένα». Πάρκαρε έξω από το σπίτι της αφού είχαν μόλις φτάσει κι έβγαλε το κλειδί για να της το δώσει. «Σε ευχαριστώ πολύ, οφείλω να παραδεχτώ πως η παρουσία σου αυτή την ώρα ήταν... πολύ υποστηρικτική». Εκείνος κάγχασε. «Αλήθεια; Χαίρομαι που το ακούω». Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο της, βοηθώντας τη να κάνει το ίδιο. Μετά, περπάτησε μαζί της ως την είσοδο. «Δε θα φύγεις; Σαν απολίτιστη μιλάω, το αναγνωρίζω». «Τα έχει αυτά ο πόνος, φυσικά και θα φύγω αφού βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς. Αν χρειαστείς κάτι μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις, θα έρθω κοντά σου όπου κι αν είμαι, κι ας μη με λένε Λύσανδρο». «Αντώνη, καμιά φορά μιλάς σαν σωστός άνθρωπος, με βοήθησες και σε ευχαριστώ». Έκανε να του δώσει το βιβλιαράκι με τους ιρλανδικούς θρύλους αλλά εκείνος τη σταμάτησε. «Κράτησε το, μπορεί να σε βοηθήσει κι αυτό, καλόν ύπνο λοιπόν». «Ναι, είμαι βέβαιη πως θα μου χρειαστεί, δεν πρόλαβα να το διαβάσω ολόκληρο, άσε που πρέπει και να μαντέψω ποιος από όλους σε ενέπνευσε». «Αυτό να κάνεις πριγκιπέσσα, θα τα ξαναπούμε». Παραμέρισε για να την αφήσει να μπει στο σπίτι κι έκανε μερικά βήματα σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του. Η Ηλέκτρα, έσκυψε και πήρε το κλειδί του Λύσανδρου κάτω από το χαλάκι της πόρτας σαν να μη μπορούσε να ανοίξει με τα δικά της. Ξεκλείδωσε και μπήκε, και μετά τράβηξε την πόρτα για να την κλείσει βγάζοντας και το κλειδί. Όμως το κύμα της απογοήτευσης που τόση ώρα συγκρατούσε χάρη στην παρουσία του Αντώνη που της έκανε μεγαλύτερο καλό από όσο υπολόγιζε η ίδια, ξέσπασε απότομα. Έβαλε τα κλάματα και πέταξε στο χαλί την τσάντα και τη ζακέτα της. Πόσο γελοία της φάνταζε τώρα η προοπτική να πέσει για ύπνο; Αν δεν ήταν έγκυος θα έπαιρνε δυο τουλάχιστον ηρεμιστικά και θα τα κατάφερνε να κοιμηθεί, μα τώρα κάτι τέτοιο απαγορευόταν διά ροπάλου. Ετοιμάστηκε να σωριαστεί στο πάτωμα μέσα στην απογοήτευση της όμως δεν πρόλαβε. Ένα επιτακτικό χτύπημα στην πόρτα την έκανε να κοκαλώσει για λίγο. Ποιος θα μπορούσε να είναι εκεί; Οι γονείς της ποτέ δεν έρχονταν να την επισκεφθούν χωρίς προειδοποίηση. Προσπάθησε να σκουπίσει τα μάτια της αλλά το χτύπημα στην πόρτα της επαναλήφθηκε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Κι έτσι άφησε στην άκρη τους κανόνες της ευπρέπειας και πήγε να ανοίξει. Δε μπόρεσε να τον διακρίνει σχεδόν έτσι όπως έμπαινε μέσα με μεγάλα αποφασιστικά βήματα. Έσκυψε εκείνος, μάζεψε τη ζακέτα και την τσάντα, τα ακούμπησε με προσοχή σε μια καρέκλα, και μετά γύρισε κι έκλεισε την πόρτα. «Τι έγινε; Δεν πρόλαβες καν να ξεντυθείς κι έβαλες τα κλάματα; Νόμιζα πως ήσουν περισσότερο δυνατή και λιγότερο προβλέψιμη». «Σκάσε»! Ούτε που το κατάλαβε η Ηλέκτρα το πώς του πέταξε κάτι τέτοιο κατάμουτρα. Εκείνος έβαλε τα γέλια αρχίζοντας να διασχίζει το εσωτερικό του σπιτιού της. «Μεγάλος ο Κύριος, τώρα μίλησες κι εσύ σαν σωστός άνθρωπος. Πού μπορώ να βρω μια βαλίτσα έστω και μικρή»; Η Ηλέκτρα απορημένη άρχισε να περπατάει ξοπίσω του. «Τι λες τώρα πάλι; Και τι κάνεις εδώ; Χαιρετηθήκαμε πριν από πέντε λεπτά αν θυμάμαι καλά». «Α μάλιστα, επανήλθες στα γνωστά σου μονοπάτια, κι έλεγα κι εγώ πως χάλασε ο δίσκος σου. Λέω πως και μια μικρή βαλίτσα θα σε βολέψει μια χαρά, δε χάθηκε κι ο κόσμος αν στερηθείς για λίγες μέρες τις ανέσεις σου. Λέγε λοιπόν, πού είναι»; Είχαν φτάσει έξω από την κρεβατοκάμαρα της Ηλέκτρας. «Να ανέβω στο πατάρι; Δε θα αργήσω». Εκείνη τον προσπέρασε κι άνοιξε μια μεγάλη λακαρισμένη ντουλάπα. Έβγαλε από μέσα μια βαλίτσα δερμάτινη, μικρότερη όμως από εκείνη που είχε πάρει μαζί του ο Λύσανδρος το ίδιο πρωί. Της την πήρε από το χέρι. «Πολύ καλά ως εδώ, αλλά για να πάμε λίγο πιο γρήγορα παρακάτω θα σε ρωτήσω για μια φορά πολιτισμένα: Ποιος θα τη γεμίσει; Εσύ ή εγώ»; «Δεν το πιστεύω αυτό που μου κάνεις τώρα, θέλω να φύγεις από εδώ μέσα. Να χαρείς Αντώνη, είναι δικαίωμα μου να καταρρεύσω αν αυτό αποφασίσω να κάνω». Μια στιγμή αργότερα, τα χέρια του βρέθηκαν τυλιγμένα γύρω από τη μέση της. «Θα ήταν αναφαίρετο δικαίωμα σου αν δεν είχες μέσα σου ένα παιδί. Όμως δεν είναι μόνο αυτό πριγκιπέσσα... Μπορεί να μην τον απασχολεί τον Λύσανδρο, αλλά δεν είσαι καθόλου για πέταμα. Εγώ μόνη εδώ μέσα δε σε αφήνω. Στους γονείς σου δεν πρόκειται να στηριχτείς τόσο ξεροκέφαλη που είσαι, κι έτσι άλλη λύση δεν υπάρχει, θα σε πάρω μαζί μου, είτε με το καλό είτε με το άγριο». Χωρίς να το αντιληφθεί αρχικά, βρέθηκε η Ηλέκτρα να χαλαρώνει μέσα στα χέρια του. Το κατάλαβε όμως εκείνος που σταμάτησε για λίγο να μιλάει δίνοντας της τον χρόνο να εκτιμήσει την κατάσταση. «Αν προτιμάς να μείνω εγώ εδώ δε θα σου χαλάσω χατίρι. Από τη μια όμως θα σε εκθέσω, κι από την άλλη θα σου λερώσω ανεπανόρθωτα το σπίτι σου διότι θα ζωγραφίζω εδώ μέσα στις πιο άστατες ώρες της μέρας και της νύχτας». Η Ηλέκτρα χαμογέλασε παρά τη θέληση της. «Σε σιχαίνομαι». «Το γνωρίζω. Ξεκίνα τώρα να φτιάχνεις τη βαλίτσα σου, αλλιώτικα πρώτα θα σε φιλήσω και μετά θα αρχίσω να ρίχνω εκεί μέσα ό,τι βρεθεί μπροστά μου».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now