36

399 65 2
                                    

Τις επόμενες μέρες έπειτα από την κηδεία η Όλια αποφάσισε να τις περάσει σχεδόν σε πλήρη απομόνωση. Καθόταν κλεισμένη στο σπίτι της θρηνώντας για τη Νέλλη με όποιους τρόπους μπορούσε. Ακόμη και μια θλιμμένη μελωδία έπαιξε απαλά, αγγίζοντας ευλαβικά τις χορδές της αγαπημένης της άρπας. Η μελωδία δεν ήταν τυχαία διαλεγμένη, η Νέλλη την είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στις τόσες συνθέσεις που είχε ακούσει σποραδικά από την Όλια. Τη συγκεκριμένη την είχε γράψει λίγο μετά την είσοδο της στο πανεπιστήμιο, όταν οργάνωνε τα πάντα για να ταξιδέψει ως την Αμερική και να αρχίσει τις σπουδές της. Η Αριάδνη εξακολουθούσε να μένει μαζί της, ελάχιστες όμως φορές την ενοχλούσε με ο,τιδήποτε. Σεβόταν και με το παραπάνω το γεγονός πως επιθυμούσε να αγκαλιάσει τη μοναξιά για να διαχειριστεί καλύτερα τη νέα πραγματικότητα. Κάθε απόγευμα, όσο πιο νωρίς ήταν βολικό, έβγαιναν οι δυο τους από το σπίτι και πήγαιναν στο νεκροταφείο. Εκεί, άφηναν φρέσκα λουλούδια ή και ψεύτικα, και καθάριζαν το μνήμα. Μετά, η Αριάδνη απομακρυνόταν λίγα μόνο βήματα από κοντά της, αφήνοντας τη μόνη με τη Νέλλη. Η Όλια ήσυχη πως την παρακολουθούσε πάντα, καθόταν και της μιλούσε χαιδεύοντας τη φωτογραφία της. Πάλι η Αριάδνη ήταν που την είχε βοηθήσει να επιλέξει μια. Ήταν τραβηγμένη πριν από έναν μόλις χρόνο, σε αυτή, η Νέλλη φορούσε ένα μοβ φόρεμα και χαμογελούσε στον φακό καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει για μια προσφορά που είχε κάνει σε κάποιο νοσοκομείο. Είχε δώσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για την αγορά κάποιου μηχανήματος που θα βοηθούσε τα παιδιά που νοσηλεύονταν εκεί να αναπνέουν καλύτερα. Σαν να ήταν συνεννοημένοι, σχεδόν πάντα, λίγο αργότερα κατέφτανε εκεί κι ο Λύσανδρος. Σπάνια έπιαναν την κουβέντα με την Όλια, αντιθέτως, κάθονταν εκεί οι δυο τους αφήνοντας τον χρόνο να πει τα περισσότερα για λογαριασμό τους. Η Όλια είχε παρακαλέσει πολλές φορές την Αριάδνη να γυρίσει στο δικό της σπίτι, εκείνη όμως δεν το έπαιρνε εύκολα απόφαση. Η μόνη παραχώρηση που έκανε ήταν να την αφήνει μόνη όταν έπρεπε να βοηθήσει σε κάτι τη Δάφνη, κι αυτό κατά τις ώρες που δε μπορούσε ο Άλκης να κλείσει το ιατρείο του. Με τον Λύσανδρο μιλούσε η Όλια κάθε πρωί και κάθε βράδυ για ώρα πολλή στο κινητό, αφού η φωνή του την ανακούφιζε σε μεγάλο βαθμό από τη στενοχώρια της. Όσο για τον Ορέστη, ξέροντας από την Αριάδνη τις ώρες που συνήθιζαν να πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διάλεγε να πηγαίνει εκεί με τη σειρά του νωρίς το πρωί. Της έστελνε όμως κάθε μέρα ένα τουλάχιστον γραπτό μήνυμα στο οποίο τη ρωτούσε αν χρειαζόταν κάτι. Η Όλια αν και καταλάβαινε πως το σωστότερο θα ήταν να κοπεί η συνήθεια αυτή, δεν παρέλειπε ποτέ να του απαντήσει ευχαριστώντας τον για το ενδιαφέρον. Είχε μολαταύτα αρχίσει να νιώθει ασφυκτικά από το γεγονός πως δεν την άφηνε πια μόνη. Είχε αποφασίσει να διαβάσει το επόμενο γράμμα της Νέλλης όταν θα έφευγε η Αριάδνη. Την Αγγελική τη σκεφτόταν πιο συχνά από ό,τι θα ήθελε, δεν είχε όμως αγγίξει το τηλέφωνο. Ούτε και είχε ιδέα για το πόσες μέρες θα έμενε στην Αθήνα. Με τα πολλά, ήρθε και η Δευτέρα. Εκείνο το πρωί κάθισε με την Αριάδνη για να πιουν τον καφέ τους, κι επιστρατεύοντας όλη της τη θέληση, της ζήτησε για άλλη μια φορά να επιστρέψει στην καθημερινότητα της. «Αφού το βλέπεις κι εσύ πως είμαι εντάξει, τι φοβάσαι»; «Κάποιο ξέσπασμα σου, θέλω να είμαι εδώ όταν έρθει». Η Όλια της χάιδεψε τα δάχτυλα. «Ξύπνησα νιώθοντας την ανάγκη να αρχίσω τις προσπάθειες για να χτίσω τη νέα μου καθημερινότητα που δε θα απέχει και πολύ από την παλιά. Λέω να αρχίσω πάλι να συνθέτω, τα πάντα που είναι σε εξέλιξη πρέπει να προχωρήσουν, και η ζωή να συνεχιστεί. Θέλω μόνο να έρχεσαι να με παίρνεις για να πηγαίνουμε μαζί στον τάφο της Νέλλης». «Θα το έκανα κι ας μην το ήθελες. Θα φύγω αλλά υπό έναν όρο, αν νιώσεις δυσάρεστα κάποια στιγμή θα τηλεφωνήσεις κατευθείαν είτε σε εμένα είτε στον Λύσανδρο». «Να είσαι σίγουρη πως θα το κάνω. Ένα πράγμα με θλίβει, δεν πρόλαβα να περάσω χρόνο ούτε με τη Στέλλα αλλά ούτε και με τη Ντονατέλλα». «Αυτά διορθώνονται, κοίτα να συνέλθεις και θα πας να τους δεις όλους». «Θα με βοηθήσει η μουσική, το ξέρω καλά». Συγκατένευσε η Αριάδνη και σηκώθηκε να μαζέψει τα πράγματα της.

Για τα μάτια της ΌλιαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora