38

382 60 11
                                    

Η Όλια ήπιε μια καυτή γουλιά από το ρόφημα κανέλλας που άρεσε και στον Ορέστη, κι άφησε την πλούσια γεύση να γίνει αισθητή για ώρα. «Είναι το κάτι άλλο Αριάδνη, ειλικρινά απορώ πως τα βρίσκεις όλα αυτά κάθε φορά». Η άλλη γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους. Εκείνη δε μπορούσε να πιει, είχε φτιάξει και για τον εαυτό της μα δεν τα κατάφερνε. «Θα σου πω από ποιο ηλεκτρονικό κατάστημα τα αγοράζω για να μπεις κι εσύ και να δεις ποια είναι διαθέσιμα». Η Όλια κούνησε το κεφάλι της. Δεν ξεγελιόταν από τον ανάλαφρο τόνο της, κι αποφάσισε να μην της παρατείνει την ανησυχία. «Ας τα αφήσουμε αυτά για την ώρα, πες μου σε παρακαλώ τι τρέχει». Η Αριάδνη άρχισε να βηματίζει νευρικά μέσα στο σαλόνι. Προσπαθούσε να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να ξεκινήσει, κάποτε κουράστηκε να ψάχνει. «Ξέρεις καλά την ιστορία που με σημάδεψε τότε που σπούδαζα. Έχασα τον σύντροφο μου σε εκείνο το ατύχημα και πίστεψα πως δε θα συνερχόμουν ποτέ». «Ξέρω, μα κάτι άλλαξε τελευταία, έτσι δεν είναι»; Τώρα είχε σηκωθεί και η Όλια αλλά δεν την πλησίαζε. «Ας πούμε πως ναι, κάτι άλλαξε. Άρχισα να ενδιαφέρομαι για έναν άλλο άνδρα, μα το ενδιαφέρον αυτό είναι μονόπλευρο, χωρίς ανταπόκριση». «Μάλιστα, κι αυτό που σε δυσκολεύει τόσο να μου πεις εμένα τι είναι»; Η Αριάδνη βουβάθηκε. Ένιωθε πως το στήθος της κόντευε να εκραγεί. Η Όλια της άνοιξε τα χέρια της. «Για έλα εδώ για μια στιγμή σε παρακαλώ, έλα εδώ και μη μιλάς». Η Αριάδνη άρχισε τότε να κλαίει, αλλά πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Έτσι στάθηκαν όρθιες κι αμίλητες για πολύ, μέχρι που άρχισε πάλι η Όλια να της μιλάει απαλά. «Του το είπες»; «Ναι, πριν από μερικές ημέρες». «Κι εκείνος έκανε σαν να μην άκουσε τίποτα και συνέχιζε να σου μιλάει για εμένα, τα λέω καλά»; Η Αριάδνη ανασήκωσε το πρόσωπο της και την κοίταξε, συνειδητοποιώντας επιτέλους πως η Όλια είχε καταλάβει από μόνη της αυτό που δε μπορούσε με τίποτα να της πει. «Το ήξερες; Κι αν ναι από πότε»; Η Όλια την πήρε τότε από το χέρι και κάθισε μαζί της στον καναπέ, πιάνοντας μετά την κούπα της. «Άργησα πολύ να το καταλάβω αν και δε θα έπρεπε. Ταιριάζετε πολύ, είστε ευγενικοί, διακριτικοί, μορφωμένοι, με έντονα αισθήματα εθελοντισμού και προσφοράς. Σας αρέσει η ηρεμία του σπιτιού, η τάξη στη δουλειά μα και στην προσωπική και καθημερινή ζωή... Αγαπάτε τα ίδια βιβλία περίπου»... Η Αριάδνη σκούπισε τα μάτια της. «Πότε; Δεν τα είχα ταξινομήσει ποτέ όλα αυτά με τον τρόπο που το έκανες εσύ». «Ήταν υπερβολικά προφανές Αριάδνη, τόσο πολύ που μου διέφυγε κι εμένα. Μόλις πριν από λίγες στιγμές άρχισα να το υποψιάζομαι. Πόσο πολύ σε βάρυνε... Σε έψαξε πολλές φορές για να πάρει πληροφορίες για εμένα; Θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου που δεν πρόδωσες την εμπιστοσύνη μου». «Ποτέ δε θα μπορούσα να το έκανα αυτό. Εγώ άργησα πολύ να συνειδητοποιήσω πως κάτι δυνατό με έσπρωχνε κοντά του, στην αρχή το πέρασα για ζεστό ενδιαφέρον και φιλία, όμως έπιανα όλο και πιο συχνά τον εαυτό μου να τον σκέφτεται, να τον αναζητά... Ποτέ δεν του είπα τίποτα, ποτέ δεν του έδωσα περιθώρια να αντιληφθεί ο,τιδήποτε... Μα έτσι όπως ήρθε η απόρριψη σου, εγώ ενδόμυχα άρχισα να ελπίζω και να κάνω διάφορα σχέδια, μικρά και μεγάλα. Εκείνος δε μου έδωσε ούτε μια τόση δα ελπίδα, μου το έκανε σαφές παραπάνω από εκατό φορές πως η μόνη γυναίκα για την οποία ενδιαφέρεται ήσουν εσύ. Δεν του ζήτησα τίποτα, απλά κάποτε που κατάλαβα πως εσύ ενδιαφερόσουν μόνο για τον Λύσανδρο, πήρα το θάρρος να του μιλήσω για τα συναισθήματα μου. Είχα αρχίσει να ασφυκτιώ, έλεγα πως θα πνιγόμουν αν δεν του έλεγα κάτι»... «Μη σταματάς, έχω ανάγκη να μάθω όλα όσα πρέπει, δεν έχεις να ανησυχείς για εμένα, δε θα σε έκρινα ποτέ Αριάδνη, όπως δε με έκρινες κι εσύ ποτέ». «Όσο έβλεπε εκείνος πως εσύ απομακρυνόσουν, τόσο άρχιζε να μου στέλνει μηνύματα για να του κάνω λίγη παρέα. Ήρθε στο σπίτι μου ένα βράδυ, όταν χωρίσατε, ήταν ράκος, το κεφάλι του κόντευε να σπάσει... Ήθελα να τον αγκαλιάσω και δε σου το κρύβω. Το ήθελα πολύ όμως δεν το έκανα». «Δε θα σε κάκιζα ακόμη κι αν το έκανες. Δεν πρόκειται να σου φέρω εγώ εμπόδια αν το αποφασίσεις να τον διεκδικήσεις». Η Αριάδνη κάτι έκανε να πει αλλά η Όλια τη σταμάτησε. «Δώσε μου μερικές στιγμές ακόμη για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα». «Τον Ορέστη δεν τον ερωτεύτηκα ποτέ παράφορα, ήταν ο μοναδικός και γλυκός του τρόπος που με έκανε να το πάρω απόφαση και να τον αφήσω να μπει στη ζωή μου δίνοντας του μια ευκαιρία την οποία την άξιζε και με το παραπάνω. Αν δεν είχα ζήσει όλα αυτά με τον Λύσανδρο, τότε κατά πάσα πιθανότητα να μην τον άφηνα ποτέ τον Ορέστη. Όμως επειδή τον Λύσανδρο τον αγάπησα πραγματικά, κατάλαβα πως ακόμη κι αν δε μπορούσα να είμαι μαζί του λόγω όλων αυτών των προβλημάτων, δε θα έδινα στον Ορέστη όλα όσα θα έπρεπε. Αν θέλεις να παλέψεις για να κερδίσεις την καρδιά του, τότε εγώ σου προτείνω να το κάνεις. Δεν ξέρω αν θα ζήσω με τον Λύσανδρο όπως ονειρεύομαι, μα για το καλό του Ορέστη, θα φροντίσω ποτέ πια να μην τον ενοχλήσω ζητώντας του ο,τιδήποτε. Δε θέλω να στενοχωριέσαι, είναι μικρή η ζωή κι έχασα πολύ χρόνο κλαίγοντας, έκανα πολλά λάθη όπως όλοι, μην κάνεις τα ίδια κι εσύ όσο προλαβαίνεις». Η Αριάδνη την αγκάλιασε χωρίς λόγια. Το βάρος που έπαιρνε εκείνη από πάνω της ήταν τόσο μα τόσο μεγάλο που δε μπορούσε καν να το μετρήσει. «Δε θα σε ξεχάσει ποτέ εσένα, ό,τι κι αν κάνω». «Γιατί εγώ έχω διαφορετική γνώμη; Γιατί νιώθω πως ακόμη κι αν του πάρει πολύ, θα καταλάβει τελικά το πόσο σπάνια είσαι»; «Δεν ξέρω Όλια, ούτε να το ελπίσω δεν τολμώ και είναι και κάτι άλλο»... Δειλά άρχισε να της μιλάει λίγο περισσότερο και για τον Άλκη, ο οποίος ξεπερνώντας τις πρώτες του αναστολές, είχε μόλις τηλεφωνήσει στο σπίτι της για να της προτείνει να βγουν οι δυο τους για δείπνο, αφού η Δάφνη θα κοιμόταν στο σπίτι μιας φίλης της. «Θέλω μόνο να μη βιαστείς να αποφασίσεις ο,τιδήποτε. Εγώ στη θέση σου θα έβγαινα με τον Άλκη, τίποτα δεν έχεις να χάσεις, και το λιγότερο, μπορεί να κερδίσεις κι έναν καλό φίλο. Αφού δε θα του τάξεις τίποτα, γιατί να μη χαρείς μια όμορφη έξοδο»; «Λες»; «Ναι, όσο για τον Ορέστη, μην κάθεσαι και στενοχωριέσαι. Εγώ θα του τηλεφωνήσω για να του πω πως θα φύγω ξανά για λίγο από την Αθήνα, τουλάχιστον αυτό του το οφείλω. Θεωρώ πως θα του κάνει καλό η απόσταση, και πως θα βοηθήσει το μυαλό του να καθαρίσει. Όλα τα υπόλοιπα θα τα αποφασίσετε οι δυο σας». «Έχεις κατανόηση Όλια». «Είχαν πάντα μπόλικη και όλοι οι υπόλοιποι για εμένα, κι έτσι υποχρεούμαι να έχω κι εγώ για αυτούς». Συνομίλησαν έτσι για μια περίπου ώρα ακόμη, αλλάζοντας θέμα και ξαναγυρνώντας στα ροφήματα. Λίγο αργότερα, η Αριάδνη την πήγε με το αυτοκίνητο στο σπίτι της, αφού προηγουμένως πέρασαν κι από το νεκροταφείο. «Θα μιλήσουμε το πρωί για να δούμε σε ποιες υπηρεσίες μένει να πάμε, σύμφωνοι»; «Και βέβαια, φρόντισε να περάσεις καλά αν βγεις». Η Όλια της έστειλε ένα φιλί και μετά μπήκε στο σπίτι της. Ένιωθε πολύ κουρασμένη αλλά δεν την πείραζε. Όσο άλλαζε ρούχα αναρωτιόταν έντονα πως και δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα. Όταν πια κάθισε στο σαλόνι της να ξεκουραστεί, κάλεσε από το κινητό της τον Ορέστη. Εκείνος της απάντησε σχεδόν αμέσως. «Γεια σου Όλια, πώς είσαι»; «Καλησπέρα Ορέστη, είμαι καλά, κι εσύ»; «Κι εγώ το ίδιο. Μόλις παρακολούθησα μια τηλεοπτική εκπομπή που είχε θέμα τα εικαστικά. Πήγες σήμερα στο νεκροταφείο»; «Ναι, κάθε μέρα πηγαίνω, μόνο που αυτό θα αλλάξει σε λίγο, όχι για πολύ θέλω να ελπίζω. Για αυτό σου τηλεφώνησα. Έχεις λίγα λεπτά διαθέσιμα»; «Το ξέρεις πως ναι, τι εννοείς με αυτό που είπες»; «Αποφάσισα να φύγω για λίγες μέρες. Τη φίλη μου τη Στέλλα που ζει στη Θεσσαλονίκη την ξέρεις, θα με φιλοξενήσει». Εκείνος άργησε λίγο να απαντήσει. «Πώς κι έτσι; Ναι, είναι πολύ καλή κοπέλα, μα γιατί θα πας εκεί τώρα»; «Επειδή συντρέχουν σημαντικοί λόγοι, πρώτα από όλα ήρθα πρόσφατα σε επαφή με κάποια γυναίκα που γνωρίζει τη βιολογική μου μητέρα»... Του είπε τα πάντα μα της πήρε κάμποση ώρα μέχρι να τα καταφέρει να τον ενημερώσει συνολικά. «Λίγες μέρες δε σε βλέπω συστηματικά και δες πόσα πολλά έχασα για τη ζωή σου». Της ακούστηκε τόσο μελαγχολικός που ένιωσε σαν να μάτωνε. «Όπως βλέπεις εγώ εξακολουθώ να σου λέω τα πάντα. Θέλω να πιστέψω ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου». «Έχεις ήδη κάνει πάρα πολλά Όλια, αλλά έχεις κάθε δικαίωμα να θέλεις να κάνεις ακόμη περισσότερα. Δε θα σου ζητήσω να σε συνοδεύσω γιατί γνωρίζω από τώρα τη ματαιότητα της ερώτησης μου αυτής πολύ πριν σου την κάνω». «Δε θέλω να σε στενοχωρώ Ορέστη, δε θέλω». «Το πιστεύω, εκείνος θα έρθει; Σαν εχθρό με κοιτούσε στην Αμερική Όλια». Εκείνη δαγκώθηκε. «Όχι δε θα έρθει, κι αυτό το πιστεύω, είστε πάρα πολύ διαφορετικοί». «Μα προτιμάς εκείνον». Δεν του είπε τίποτα, δε χρειαζόταν. «Τέλος πάντων, δε θέλω να σε φέρνω σε δύσκολη θέση, θα πηγαίνω εγώ στο νεκροταφείο επειδή νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Να πας στο καλό και να προσέχεις. Κι αν χρειαστείς κάτι στο μεταξύ, μπορείς πάντα να μου τηλεφωνήσεις ανά πάσα στιγμή». «Να προσέχεις πολύ τον εαυτό σου Ορέστη, θέλω να βγεις δυνατότερος από όλη αυτή την ιστορία, και ξέρω πως μπορείς να τα καταφέρεις».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now