46

441 60 12
                                    

Η 31η Μαίου ξημέρωσε ηλιόλουστη και ζεστή. Κι αυτό ήταν κάτι που έδωσε χαρά στην Όλια γιατί με όλα τα προβλήματα και τις υποχρεώσεις της, είχε αρχίσει να δυσκολεύεται να βρει χρόνο για να καθίσει στο αγαπημένο της μπαλκόνι. Είχε κάνει το μάθημα της στο ωδείο για εκείνη την εβδομάδα, κι έτσι χαμογελούσε καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι, κάνοντας τη σκέψη πως θα μπορούσε ανενόχλητη να απολαύσει την ησυχία του μπαλκονιού της. Έκανε ένα μπάνιο, ετοίμασε καφέ, έβαλε να ζεστάνει κι ένα κρουασάν με κρέμα κι επικάλυψη σοκολάτας, και μετά έλεγξε το κινητό της για μηνύματα ή χαμένες κλήσεις. Βρήκε ένα μεγάλο ηχητικό μήνυμα από την Αριάδνη στο οποίο της εξηγούσε όλα όσα είχαν γίνει τελευταία με τον Ορέστη, τα μηνύματα δηλαδή που είχαν αλλάξει μεταξύ τους. Καθώς έβαζε το πρωινό της στον δίσκο για να βγει έξω, ένιωσε κάποια αόριστη θλίψη για εκείνον. Δε θα του ήταν καθόλου εύκολο σίγουρα να της προτείνει να πάει να τον βρει, όμως πώς θα μπορούσε να παρατήσει εκείνη τα πάντα τόσο εύκολα; Παρά τα όσα είχε ζήσει η Όλια με τον Ορέστη, παραδεχόταν χωρίς δισταγμό την ποιότητα στον χαρακτήρα του Άλκη. Ένιωθε πως ταίριαζαν πολύ με την Αριάδνη και τους ευχόταν ό,τι καλύτερο μέσα από την ψυχή της. Βγήκε στο μπαλκόνι με προσοχή, και ακούμπησε τον δίσκο με τον καφέ και το κρουασάν πάνω στο τραπέζι με τα δυο μικρά γλαστράκια. Μετά, έφερε και το κινητό της και βολεύτηκε αναστενάζοντας στην καρέκλα της: «Καλημέρα Αριάδνη, έκανες πολύ καλά, πρέπει να ακούμε την ψυχή μας. Τι θα κάνεις σήμερα; Εγώ ευελπιστώ να περάσω λίγο χρόνο με τον Λύσανδρο, αν φυσικά τα καταφέρει να έρθει. Έχω βέβαια κι αρκετή δουλειά για το ωδείο, μα για την ώρα το μόνο που θα κάνω είναι να απολαύσω την άνοιξη και τα λουλούδια μου»... Ηχογράφησε κι έστειλε το μήνυμα, ακριβώς τη στιγμή που άρχισε να κελαηδάει γλυκά ένα πουλί, που της έδινε την ψευδαίσθηση πως ήταν κρυμμένο κάπου πολύ κοντά. Σχεδόν δεν κουνήθηκε για να μην χάσει όλες του τις τρίλιες, ποτέ δε θα την εγκατέλειπε αυτή της τη συνήθεια... «Όλια μου, λέμε να κάνουμε μια μικρή εκδρομή εδώ κοντά οι τρεις μας. Βέβαια είσαι ευπρόσδεκτη αν θέλεις να έρθεις». Η Όλια της απάντησε πως δε θα μπορούσε να τους χαλάσει την οικογενειακή ατμόσφαιρα, και τους ευχήθηκε να περάσουν καλά, ζητώντας μόνο να της φέρουν λίγα ωραία λουλούδια όταν επιστρέψουν για να τα αποξηράνει. Μετά έστειλε μήνυμα για καλημέρα στον Λύσανδρο κι όσο περίμενε βάλθηκε να σκέφτεται τι θα έκανε αμέσως μετά που θα έμπαινε μέσα. Αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στα μαθήματα. Η χρονιά κόντευε πια να τελειώσει κι εκείνη ήταν ευχαριστημένη από τα σχόλια, τις επιδόσεις, αλλά και την αποδοχή των σπουδαστών. Υπήρχαν ακόμη σκόπελοι αλλά δεν την πείραζε γιατί ήξερε πως θα ήταν αδύνατο να γίνει διαφορετικά μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Εξακολουθούσε να μιλάει συχνά με τη βοηθό της. Ευτυχώς είχαν καλύψει μαζί σημαντικότατο μέρος της ύλης, κι έτσι αυτό που έμενε να γίνει ως τις εξετάσεις, ήταν να οργανωθούν κάποια μικρά τεστ για να δουν μαζί μέχρι ποιο σημείο είχαν αφομοιώσει τα παιδιά όσα τους είχαν πει. Το κουδούνι στην πόρτα της ήχησε πολύ μακρινό. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει κρατώντας ακόμη την κούπα, δεν το συνειδητοποίησε όμως αμέσως. Τα χέρια του Λύσανδρου γλίστρησαν γύρω της. Η Όλια γέλασε και προσπάθησε να του ανταποδώσει την αγκαλιά με το ένα της χέρι. «Καλημέρα, δε σε περίμενα, το κινητό μου κοιτούσα, σου έστειλα»... Ο Λύσανδρος της πήρε την κούπα και την έσφιξε πιο πολύ φιλώντας την. «Το ξέρω, ήμουν ήδη στον δρόμο, ήθελα να σου κάνω έκπληξη, στο μπαλκόνι καθόσουν»; «Ναι, έχω καφέ περγαμόντο, θέλεις»; «Και βέβαια, πάμε, σήμερα με περιμένει γεμάτη και δύσκολη μέρα».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now