7

675 79 5
                                    

Η Ηλέκτρα στάθηκε κοντά στο αυτοκίνητο κι ο Λύσανδρος αναγκάστηκε να σταματήσει κι αυτός. Της πήρε το δεξί της χέρι μέσα στα δικά του. Οι τελευταίες δύο εβδομάδες είχαν περάσει πολύ αργά παίρνοντας τη μορφή ενός εφιάλτη. Από τη μια εκείνη μετρούσε ως και τις ώρες ακόμη μέχρι να φτάσει ακριβώς αυτή η μέρα, κι από την άλλη εκείνος πάσχιζε να ξεκλέψει λίγες στιγμές για να τηλεφωνήσει στα κρυφά στην Όλια η οποία δεν του μίλησε ούτε μια φορά όπως ήταν αναμενόμενο. Μόνο τη φωνή της άκουγε λοιπόν φευγαλέα προτού του κλείσει τελικά το τηλέφωνο. Χθες το βράδυ ωστόσο, του φάνηκε του Λύσανδρου πως κάτι διέκρινε πίσω από την πάντα ελεγχόμενη αναπνοή της, νόμισε πως εκείνη ήθελε κάτι να του πει, διότι καμία αμφιβολία δεν είχε πως γνώριζε πολύ καλά την ταυτότητα εκείνου που την αναστάτωνε συνήθως την ίδια ώρα, λίγο πριν τις εννιά το βράδυ.

-Φοβάσαι Λύσανδρε; Η Ηλέκτρα του έσφιξε τα δάχτυλα κι εκείνος την οδήγησε απαλά μέσα στο αυτοκίνητο.

-Όχι Ηλέκτρα, ας γίνει ό,τι πει ο θεός. Μισή ώρα αργότερα κάθονταν και οι δυο μαζί στο ιατρείο του καθηγητή γυναικολογίας Κ. Πέτρου Στεφανή. Εκεί ήταν που έτρεμε να πάει κι αδημονούσε μαζί η Ηλέκτρα Οικονόμου, όμως η ώρα της αλήθειας πάντα φτάνει, πότε για καλό και πότε για κακό.

-Συγχαρητήρια Ηλέκτρα, όλα πήγαν καλά, αυτή τη φορά τα κατάφερες, σε λίγη ώρα θα είναι εδώ κι ο συνάδελφος μου που σε ανέλαβε από την αρχή. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά, θέλω να σου ζητήσω όμως να παραμείνεις ήρεμη, τώρα αρχίζουν όλα, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ωστόσο το μωρό σας είναι ήδη στον δρόμο.

Ο καθηγητής Στεφανής άρχισε να μιλάει για τον υπέρηχο και τις ορμονικές εξετάσεις που είχαν ήδη διενεργηθεί, καθώς επίσης και για όλες τις επόμενες που έπρεπε να γίνουν, όμως για την Ηλέκτρα ο χρόνος είχε παγώσει λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα, τότε που μάθαινε πως η μεγαλύτερη ευχή της θα γινόταν επιτέλους πραγματικότητα. Από τα μάτια της άρχισαν αυτόματα να τρέχουν δάκρυα. Φορούσε μαύρη δερμάτινη φούστα κι ένα λευκό πουκάμισο με ένα λουλούδι από δαντέλα, και από νευρικότητα αναμεμειγμένη με χαρά και φόβο, προσπαθούσε να αγκιστρώσει τα δάχτυλα της από το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου που ήδη κρεμόταν κάπως πιο χαλαρά από τα υπόλοιπα, σημάδι πως την είχε επαναλάβει κι άλλες φορές στο παρελθόν την κίνηση αυτή. Όπως πάντα το χέρι του Λύσανδρου ήρθε να πιάσει το δικό της. Ταραγμένος ήταν κι αυτός, από τη μια δεν άντεχε να περιμένει να κρατήσει στα χέρια του το παιδί του, κι από την άλλη αναρωτιόταν αν θα πήγαιναν όλα καλά, κι αν θα ήταν ποτέ εκατό τοις εκατό έτοιμος να μεγαλώσει αυτό το παιδί, αφού η σκιά του νεκρού ήταν βέβαιο πως θα βάραινε για πάντα πάνω του.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now