33

431 63 4
                                    

«Δε μπορώ να το πιστέψω πως το έκανα αυτό». Η Ηλέκτρα κάθισε στην ψάθινη καρέκλα με το φουσκωτό μαξιλάρι και κοίταξε τον Αντώνη που ετοιμαζόταν να καθίσει απέναντι της. Είχαν φτάσει στην Κόρινθο πριν από δυο ώρες περίπου. Είχε μόλις αρχίσει να σουρουπώνει και να δροσίζει. Πριν εγκατασταθούν στο σπίτι του Ανέστη, είχαν περάσει από ένα σούπερ μάρκετ που δεν απείχε πολύ από αυτό, για να κάνουν τα ψώνια τους. Ο ζωγράφος που δεν το πίστευε πως την είχε κοντά του κι ας μην της το είχε πει ακόμη, την προέτρεψε να αγοράσει όλα όσα της ήταν απαραίτητα. Εκείνη που αν και δεν είχε πάψει ούτε λεπτό να γκρινιάζει, πήρε ελάχιστα πράγματα ξέροντας πως δε θα την άφηνε να τα πληρώσει. Όταν μπήκαν, ο άνδρας της έδειξε στα γρήγορα τα δωμάτια που δεν ήταν και λίγα. Και πάλι της είπε να διαλέξει όποιο ήθελε. Στην ουσία μόνο δυο κρεβατοκάμαρες υπήρχαν στο σπίτι. Η Ηλέκτρα διάλεξε εκείνη με το μεγάλο παράθυρο και την κουνιστή πολυθρόνα. Δε μπήκε όμως στον κόπο να αποσυσκευάσει τα πράγματα που έφερε μαζί της. Με δυσκολία θυμόταν τι είχε μέσα η βαλίτσα της, και δεν ήταν καν βέβαιη αν θα έβρισκε εκεί μέσα κάποιο αξιοπρεπές νυχτικό για να φορέσει προτού πέσει για ύπνο. «Ειλικρινά πριγκιπέσσα, συμφωνώ πως δεν πρόκειται για ανάκτορο, μα το βρίσκεις τόσο ταπεινό κι αηδιαστικό»; Ο Αντώνης έκλεισε την κουζίνα και τον ατμομάγειρα που έτυχε να βρει σε ένα ντουλάπι. Είχε φτιάξει κοτόπουλο στο φούρνο και λαχανικά, προσπαθώντας να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για την Ηλέκτρα. Εκείνη ξεφύσηξε και σηκώθηκε πάλι για να βάλει τα πιάτα στο τραπέζι, αναγνωρίζοντας πως δεν ήταν υπηρέτης της εκείνος. «Ας το παραδεχτώ πως το περίμενα κάπως χειρότερο. Αυτό που έφτιαξες μυρίζει υπέροχα». Σάστισε ο Αντώνης καθώς της γέμιζε το πιάτο. «Απίστευτο, δυο καλές κουβέντες από εσένα και μάλιστα στην ίδια πρόταση». Η Ηλέκτρα του χαμογέλασε χωρίς να το αντιληφθεί, και το ζεστό του γέλιο που έλαβε σε απάντηση την έκανε να κοκκινίσει. «Θα σε πείραζε αν έπινα ένα ποτήρι κρασί»; Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν είμαι μπαμπούλας Αντώνη, στην πραγματικότητα νιώθω πως διαλύομαι, πως έχω κοπεί σε κομμάτια». Τον είδε να γεμίζει αργά το ποτήρι του, σαν να είχε ήδη αρχίσει να απολαμβάνει τη διαδικασία, μόνο που αντί να γευτεί το κρασί, έβαλε κάτω το ποτήρι, σηκώθηκε, και πήγε δίπλα της. Έπιασε το πιρούνι της, έβαλε μια μπουκιά κοτόπουλο και λίγο καρότο, και μετά άγγιξε απαλά τα μισόκλειστα χείλη της. «Αυτό που λες ακούγεται άσχημα, για αυτό φάε». Η Ηλέκτρα συμμορφώθηκε. Εκείνος δε σταμάτησε να την ταίζει. «Εσύ πότε θα φας; Είμαι μεγάλο παιδί, μπορώ να»... «Φοβάμαι πως όχι, ούτε αυτό δε μπορείς να το κάνεις απόψε. Θα φάω σε πέντε λεπτά». «Θα σου ζεσταθεί το κρασί». «Δεν έχει ανάγκη, φάε». Μόνο όταν άδειασε το πιάτο της πήγε και κάθισε εκείνος στη δική του καρέκλα. Πρώτα ήπιε μια γερή γουλιά και μετά ξεκίνησε να τρώει αργά, συνεχίζοντας πάντα να την παρατηρεί. «Γιατί με προσέχεις έτσι; Γιατί; Σε έχω λούσει με βρισιές, σε έχω προσβάλλει»... «Και θα τα κάνεις ξανά και τα δυο. Το κινητό σου χτυπάει πριγκιπέσσα, ο ομορφονιός σου θα είναι, κάνε κάτι τέλος πάντων, πες του ό,τι θες, εκτονώσου με οποιονδήποτε τρόπο». Η Ηλέκτρα ήξερε πως δε γινόταν να το τραβήξει κι άλλο αυτό, είχε εξαφανιστεί από όλους αφήνοντας πίσω της το απόλυτο κενό. Για τον άνδρα αυτόν, ο θυμός έβραζε και κόχλαζε μέσα της, αλλά οι γονείς της δεν έφταιγαν σε τίποτα. Πήγε και πήρε το τηλέφωνο της από την τσάντα της. Βόγκηξε χαμηλά όταν είδε τον αριθμό των κλήσεων καθώς κι αυτό των φωνητικών και γραπτών μηνυμάτων που είχαν συσσωρευτεί μέσα στις τελευταίες ώρες. Γύρισε στην καρέκλα της κι όσο έτρωγε ο Αντώνης κάθισε και τα άκουσε όλα. «Μπάσταρδε»... Δάγκωσε τη μέσα πλευρά από το μάγουλο της στο άκουσμα της ίδιας της φωνής της. Ο Ζωγράφος όμως τραντάχτηκε ολόκληρος από τα γέλια. «Δώσ'τα όλα πριγκιπέσσα, έλα, τελείωνε, δε θα περάσεις ολόκληρο το βράδυ με αυτό το πράγμα στα χέρια σου». Η Ηλέκτρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της κι άρχισε να ηχογραφεί ένα μήνυμα για τον Λύσανδρο πρώτα, θέλοντας να ξεμπερδέψει μια ώρα γρηγορότερα μαζί του. «Τι κάνει η κουκλίτσα σου Λύσανδρε; Πώς σε υποδέχτηκε; Τίποτα δεν έχω μαζί της το επαναλαμβάνω, και είναι αξιέπαινη για τον τρόπο που ζει και παλεύει για να κερδίσει όλα όσα θέλει. Μα από τη στιγμή που εσύ φέρθηκες έτσι... Είμαι όπου θέλω να είμαι κι όχι όπου πρέπει. Μην τολμήσεις να μου τηλεφωνήσεις ξανά γιατί θα βρω τρόπο να σε κάνω να το μετανιώσεις. Όσο για τους γονείς μου, απαιτώ να τους ξεχάσεις και τους δυο από τώρα και στο εξής. Σε αγκάλιασαν σαν παιδί τους στηρίζοντας σε εσένα όλες τους τις ελπίδες και τους πρόδωσες. Θα μιλήσω εγώ μαζί τους αμέσως. Δε σε αφορά λοιπόν το που βρίσκομαι, πήρες τον δρόμο σου». Έστειλε το μήνυμα κι έσφιξε ασυναίσθητα τα χέρια της σε γροθιές. «Δεν τα πήγες κι άσχημα, πότε παρακολούθησες μαθήματα υποκριτικής αλήθεια; Έλεγα πως θα του έλεγες απλά και μόνο να πάει στον αγύριστο». Εκείνη ήπιε μια γουλιά από το νερό της κι έπιασε πάλι το τηλέφωνο. Κάλεσε την Αμαλία προσπαθώντας να βρει την αυτοπειθαρχία της. Πώς να του έλεγε πως απλά και μόνο στο άκουσμα της φωνής του Λύσανδρου ένιωθε τον πάγο να λιώνει; «Πού είσαι κορίτσι μου; Κοντέψαμε να τρελαθούμε, ο πατέρας σου είναι σαν θηρίο στο κλουβί». Η Ηλέκτρα σιχάθηκε τα ίδια της τα καμώματα. Για να έφτανε σε τέτοιο σημείο η Αμαλία... «Χίλια συγγνώμη μαμά, έκανα λάθος και φέρθηκα σαν παιδί. Το ξέρεις ήδη, μάλωσα άσχημα με τον Λύσανδρο, πήρα μια βαλίτσα, τη γέμισα κι έφυγα». Οι άκρες των χειλιών του άνδρα ανασηκώθηκαν σχηματίζοντας το γνωστό πονηρό μα κι έξυπνο χαμόγελο του. Σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να την αφήσει μόνη για να μιλήσει αλλά εκείνη του έγνεψε να καθίσει πάλι. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; «Μου το είπε κορίτσι μου, θέλω να ξέρω τι σου έκανε μα θα περιμένω να επιστρέψεις. Πού είσαι»; «Εκτός πόλης, είμαι σε ένα ξενοδοχείο, ας μην πούμε περισσότερα τώρα, είμαι καλά, κι εγώ και το μωρό. Μόλις έφαγα». «Πότε θα γυρίσεις»; Ήξερε η Ηλέκτρα πως η Αμαλία απλά κρατιόταν να μην τη ρωτήσει κι άλλα. «Αυτό δεν το ξέρω, δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να βιαστώ. Δώσε τα φιλιά μου στον μπαμπά και πες του να ησυχάσει. Θα του τηλεφωνήσω εγώ το πρωί οπωσδήποτε». «Εντάξει, μα να προσέχεις πάρα πολύ, δε θέλουμε να είσαι μόνη στην κατάσταση σου». «Το ξέρω μαμά, μα σας διαβεβαιώ και τους δυο πως θα είμαι εντάξει εδώ, λοιπόν, καληνύχτα».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now