2

1K 111 11
                                    


Έκαναν μαζί μια όμορφη βόλτα με το αυτοκίνητο του Ορέστη συνομιλώντας σε ήρεμο τόνο για τις δικές του δουλειές. Εκείνος ήταν μεν ευχαριστημένος από την εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν, είχε όμως αρχίσει εδώ και λίγο καιρό να σκέφτεται την περίπτωση να αρχίσει να βγάζει περισσότερα χρήματα. Δεν τολμούσε να της το πει ανοιχτά, αλλά ήταν η δική της σκέψη που τον ωθούσε να αρχίσει να ερευνά κι άλλες νέες προοπτικές. Η Όλια του είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή πως παρά τα σοβαρότατα προβλήματα στην αποδοχή και στην πλήρη ένταξη των ατόμων με τέτοια αναπηρία στην κοινωνία, δεν ήθελε να φύγει πάλι από την Ελλάδα. Τα χρήματα δεν της έλειπαν, μπορεί να μην αρκούσαν βέβαια για να την καταστήσουν πλούσια, έφταναν όμως για να της εξασφαλίσουν μια άνετη ζωή αφού δε μπορούσε τόσο εύκολα να δουλέψει. Όλα προέρχονταν από τη θετή της μητέρα, τη Νέλη Ζαφειρίου που ήταν γνωστή για την ενασχόληση της με τον χώρο των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η Νέλη πριν την υιοθετήσει εργαζόταν σαν κοινωνική λειτουργός σε κάποιο μεγάλο κρατικό ίδρυμα, από τη στιγμή όμως που διαγνώστηκε το πρόβλημα της, τα παράτησε όλα για να της αφοσιωθεί με την ψυχή το σώμα της και το μυαλό της. Σήμερα, ζούσε πότε στην Αθήνα και πότε στην Αμερική, ανάλογα με τη διάθεση και της πολλές της ενασχολήσεις με διάφορα πράγματα. Η Όλια αναστέναξε και την κάλεσε από το κινητό της, ακριβώς τη στιγμή που της πρότεινε ο Ορέστης να καθίσουν κάπου για να φάνε κάτι και να πιουν έναν ακόμη καφέ. Η Νέλη της απάντησε πρόσχαρα.

-Μάτια μου, πώς είσαι; Έλεγα πως με ξέχασες. Δεν ήταν δύσκολο για την Όλια να διακρίνει κάτω από το πέπλο της ευθυμίας πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

-Ποτέ δε σε ξεχνάω μαμά μου, ήρθε ο Ορέστης πριν από καμιά ώρα να με πάρει. Κάνουμε μια υπέροχη βόλτα.

-Δώσε του τα φιλιά μου, μάτια μου, είναι κι αυτός υπέροχος άνθρωπος, όπως ακριβώς και η βόλτα σας. Πάντα έτσι την αποκαλούσε η Νέλλη.

-Έχεις τα δικά του, είσαι σίγουρα καλά; Κάτι ακούω βαθιά στον λαιμό σου... Γέλασαν και οι δυο.

-Ξέρεις πόσο έχει ο μήνας σήμερα; Αυτό είναι που ακούς βαθιά στον λαιμό μου. Η Νέλη πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα. Η Όλια δεν την κάκισε, μόνο εκείνη γνώριζε πόσο υπέφερε ακόμη καθημερινά από την πληγή αυτή που δεν έλεγε να κλείσει.

-Ησύχασε μαμά, και το ξέρω και προχωράω, αύριο θα έχει αλλάξει η ημερομηνία. Πότε θα επιστρέψεις στην Αθήνα; Σε πεθύμησα. Μια ακόμη παύση από τη μεγαλύτερη γυναίκα της έδωσε να καταλάβει πως δεν της τα είχε πει όλα, προτίμησε όμως να μην την πιέσει παραπάνω από το τηλέφωνο, ειδικά αφού τώρα άκουγε κι ο Ορέστης την κουβέντα τους.

Για τα μάτια της ΌλιαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora