25

482 70 4
                                    

Όταν τηλεφώνησε στην Ηλέκτρα ο Λύσανδρος για να της πει πως ο πατέρας του είχε μόλις φύγει από τη ζωή, εκείνη ετοιμαζόταν να βγει από το γραφείο του ιδιωτικού ερευνητή στον οποίο είχε αναθέσει την παρακολούθηση του Λύσανδρου. Εξακολουθούσε να είναι φουρκισμένη μαζί του και ήταν αποφασισμένη να μην τον ψάξει καθόλου για τις επόμενες ώρες, η αναστάτωση της όμως οφειλόταν και στα παράτολμα φιλιά και χάδια του ζωγράφου που είχε δοκιμάσει το ίδιο πρωί. Μόνο που εξαιτίας της αγάπης της για τον Λύσανδρο στο άκουσμα και μόνο της φωνής του, λύγισαν τα γόνατα της κι ένιωσε το καυτό τσούξιμο του πόνου να ανεβαίνει στα μάτια της. Μπήκε σαν αστραπή στο αυτοκίνητο της κι έτρεξε να τον συναντήσει. Δεν απέφυγε βεβαίως την πικρή σκέψη για το αν εκείνος είχε συναντήσει την Όλια ξανά κι αυτή τη μέρα. Τον πρόφτασε καθώς ετοιμαζόταν να παρκάρει έξω από την ιδιωτική κλινική. Εκεί, μόλις τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά γεμίζοντας με φιλιά το πρόσωπο του που ήταν ήδη κόκκινο, ζεστό και υγρό. «Ησύχασε, δεν ήταν καλή η ζωή του εδώ και πολύ καιρό, δεν είχε νόημα ούτε κι εσύ να τον βλέπεις έτσι, ησύχασε, μαζί θα το ξεπεράσουμε κι αυτό». Ο Λύσανδρος της κράτησε τα χέρια στα δικά του κουνώντας βουβός το κεφάλι του πολλές φορές καταφατικά. Το ήξερε κι αυτός πως η Ηλέκτρα είχε δίκιο μα ήταν τόσο νωπή η απώλεια που του ήταν εντελώς αδύνατο να συμβιβαστεί μαζί της. Το μόνο που γνώριζε πέρα από τον πόνο που όλο και δυνάμωνε, ήταν πως είχε ακόμη στο στόμα του τη γλυκιά μυρωμένη γεύση των χειλιών της Όλιας. «Σε παρακαλώ, μείνε εδώ για λίγο, δε θέλω να τον δεις έτσι στην κατάσταση σου, σε ικετεύω, κάθισε για μια στιγμή στο αυτοκίνητο κι εγώ θα σε φωνάξω σε λίγο, σου δίνω τον λόγο μου». Θέλησε να διαμαρτυρηθεί η Ηλέκτρα αλλά κατάπιε την αντίρρηση της. Έτσι κι αλλιώς ήταν αναστατωμένη και θα τα είχε ανάγκη αυτά τα λίγα λεπτά μοναξιάς. Μπήκε λοιπόν στο αυτοκίνητο και περίμενε να τη φωνάξει. Δεν άργησε να της στείλει μήνυμα στο κινητό της όταν ήταν έτοιμος να φτιάξει τα χαρτιά και τότε εκείνη που είχε αρχίσει κάπως να ηρεμεί, πήγε να τον βρει. Κι όταν τον είδε του έπιασε πάλι το χέρι προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως υπήρχε ακόμη ελπίδα για τους δυο τους. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως η ελπίδα αυτή που είχε στο νου της πάρει τη μορφή ενός νήματος, είχε πια αρχίσει να λεπταίνει και να κονταίνει επικίνδυνα. Αμέσως μόλις τακτοποίησαν τις λεπτομέρειες εκεί, έφυγαν για να γυρίσουν στο σπίτι της Ηλέκτρας. Εκεί, ο Λύσανδρος κουλουριάστηκε στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού πιάνοντας το πρόσωπο του με τα χέρια του. Η Ηλέκτρα χωρίς να βγάλει λέξη, πήγε στην κουζίνα για να του φτιάξει μια κούπα τσάι, μέσα στο οποίο πρόσθεσε και λίγες σταγόνες από το καλύτερο κονιάκ που διέθετε η κάβα του σπιτιού. «Πιες, το ξέρω πως το έχεις ανάγκη, πονάει το κεφάλι σου; Θέλεις ένα παυσίπονο»; Ο Λύσανδρος την ευχαρίστησε με τα μάτια παίρνοντας την κούπα που άχνιζε. «Σε λίγο, να είσαι καλά Ηλέκτρα. Δεν ξέρω πως θα χωνέψω πως τώρα πια δεν έχω κανέναν από τους γονείς μου». Εκείνη κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ. «Δεν τον είχες Λύσανδρε, σε παρακαλώ, μη βασανίζεσαι, κάνε μου το χατίρι... Σκέψου πως τη Δευτέρα θα μάθουμε για το μωρό μας, θα ξέρουμε την απάντηση... Έλα, πιες να ζεσταθείς και πες μου σε ποιους θέλεις να τηλεφωνήσω. Οι γονείς μου είναι ήδη στον δρόμο, προσπάθησα να τους πω να μην έρθουν αλλά πού να το ακούσουν»; Ο Λύσανδρος χαμογέλασε με κατανόηση. Η αλήθεια ήταν πως ασχέτως με την Ηλέκτρα, οι σχέσεις του με τους γονείς της ήταν άριστες.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now