Έρωτας δίχως λόγια...

6.7K 619 13
                                    

Ο Έρωτας είναι ένα συναίσθημα μαγικό,σε ομορφαίνει,σε αλλάζει και σε κάνει να βλέπεις τις περισσότερες φορές τη καλή πλευρά της ζωής.Μαζί με την αγάπη φτιάχνουν ένα ζευγάρι ικανό να δώσει στον άνθρωπο τις ωραιότερες στιγμές του,εκείνες που τον κάνουν να νιώθει ζωντανός,εκείνες που του δίνουν δύναμη,που τον κάνουν δημιουργικό,που του χαρίζουν γαλήνη και ευτυχία.Είναι αναπάντεχος και ποτέ δε ξέρεις που θα τον συναντήσεις και σε ποιο πρόσωπο θα τον βρεις.Είναι χρώμα,είναι άρωμα,μουσική και χορός.Ο Έρωτας είναι σχεδόν απαραίτητος,είναι η ανάγκη του ανθρώπου να γίνει καλύτερος.Κάνει τη καρδιά να χτυπά σε μια μελωδία ξεχωριστή,την αναστατώνει και τη ταξιδεύει.Αρκεί να μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει,να τον καταλάβει,να τον νιώσει βαθυά και να τον απολαύσει.

Έτσι ο δρόμος του οδηγεί στην αγάπη και τότε θα πρέπει να είσαι έτοιμος να δώσεις κομμάτια απο τον εαυτό σου,κάποια θα χαρίσεις και άλλα πάλι θα τα πάρεις.Σαν εργάτης θα πρέπει να τη χτίσεις και αν βρεις δυσκολίες κλείσε τα μάτια και δες πέρα απ'αυτές,δες μέσα τους και βρες το τρόπο να τις ξεπεράσεις.Οι άνθρωποι σμίγουν και χωρίζουν μα τις περισσότερες φορές μένουν με άδεια χέρια γιατί δειλιάζουν μπροστά σε εκείνα τα εμπόδια και εύκολα τα παρατάνε.Ο δρόμος του έρωτα και της αγάπης είναι ο πιο δύσκολος αλλά μη φοβηθείς να τον βαδίσεις,αγκάλιασε τον,φίλα τον και δώσε όσα αξίζει και εκείνος θα σε ταξιδέψει.Μη σκεφτείς ποτέ πως σπατάλισες το χρόνο σου σε έναν έρωτα χαμένο.Έρωτας είναι και αυτός και ας μη σου έδωσε όσα ήθελες.Κράτα όσα ένιωσες και μη πάψεις ποτέ να παλεύεις για τη κατακτησή του,μόνο οτι παρατάς στο τέλος χάνεται.

Ερωτεύσου-Αγάπα-Ζήσε,αξίζει το κόπο,αξίζει και όλο το πόνο!

Η Νέλη δεν άργησε να ετοιμαστεί και με τον Έρικ ξεκίνησαν για το βουνό.Διέσχισαν το όμορφο χωριό που εκείνη πρώτη φορά έβλεπε στο φως της μέρας και ρούφηξε όλες τις εικόνες του.Σταμάτησαν για λίγο και ο Έρικ μίλησε με τον υπεύθυνο του καταφυγίου.Ήθελε να ξέρει το καιρό και να πάρει το κλειδί.Η διαδρομή μετά, ήταν ακόμα πιο ωραία,ατελείωτος δρόμος διέσχιζε το δάσος και το τοπίο μόνο ηρεμία πρόσφερε.Η Νέλη κοιτούσε απο το παράθυρο και ένιωθε μια περίεργη ευτυχία.Εκείνος της έριχνε κλεφτές ματιές γεμάτος αγωνία.Παρατηρούσε το πρόσωπό της και προσπαθούσε να μαντέψει τις σκέψεις της.Μετά απο μια ώρα ο Έρικ έστριψε σε ένα στενό χωμάτινο δρόμο που περνούσε στη κυριολεξία μέσα απο το δάσος.Τότε η Νέλη άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι της έξω κάνοντάς τον να κόψει ταχύτητα.Μύρισε τον αέρα κλείνοντας το οξυγόνο μέσα της,άκουσε τη μουσική απο το κελάιδσμα των πουλιών και είδε το χορό των δέντρων.Μια παράσταση που έδινε η φύση μόνο για κείνους.

Σύντομα έφτασαν και ο Έρικ θα της χάριζε ένα μικρό παραμύθι.Το καταφύγιο δεν ήταν άλλο απο ένα πέτρινο σπιτάκι στη κορυφή του βουνού,λίγα δέντρα τριγύρω και μπροστά ο κόσμος απλωνόταν στη διάθεσή τους.Μια αγκαλιά της φάνηκε,μια τόση δα αγκαλιά και πλησίασε στην άκρη.Ο ήλιος έδειχνε πιο κοντά και άπλωσε το χέρι της χαμογελώντας,σα να τον άγγιζε,σα να έπαιρνε λίγο απο το φως του και αμέσως ένιωσε τη θέρμη του.Ο Έρικ την κόιταξε και αναστέναξε.Ο πίνακας της ζωής του...σκέφτηκε.Έτσι έμοιαζε.Ένα δέντρο,μια γυναίκα με τον ήλιο στο χέρι και όλος ο κόσμος στα πόδια της.Ο δικός του πολύτιμος πίνακας που τα έλεγε όλα,που μαρτυρούσε τον έρωτα και την αγάπη.

Ξεκλείδωσε το μικρό σπιτάκι και αφού έβαλε τα πράγματα μέσα, άναψε αμέσως το τζάκι που ήταν και το μόνο που θα τους ζέσταινε.Μετά απο λίγο την είδε να μπαίνει και εκείνη.Τα μάτια της επεξεργάστηκαν το χώρο.Μικρός,πέτρινος,ζεστός και έπειτα σταμάτησαν στα δικά του.Εκείνα τα μάτια,τα γκρι μάτια του.Τόσο σπάνια,τόσο μοναδικά όπως και όσα ένιωθε.Ο Έρικ ίσιωσε το κορμί του και αφού τη πλησίασε,άνοιξε την αγκαλιά του και τη κράτησε.Η Νέλη ακούμπησε το πρόσωπό της στο στήθος του και έκλεισε τα μάτια.Οι χτύποι της καρδιάς του έπαιζαν ένα κομμάτι που ήθελε να χορέψει και έτσι το σώμα της κουνήθηκε απαλά.Πέρα δώθε τον παρέσυρε και οι δυό τους αυτή τη φορά χόρευαν τον έρωτά τους,την αγάπη τους.

Δε μιλούσαν, δεν έβγαλαν λέξη μα τα κορμιά και τα μάτια είπαν όσα έπρεπε.Όλο το βράδυ έκαναν έρωτα μπροστά απο το τζάκι,μέσα σε εκείνο το μικρό σπίτι που βρισκόταν πάνω απ'όλο το κόσμο,σα δυο μικροί θεοί,σαν τέτοιοι!Το πρωί η Νέλη έφτιαξε ένα ζεστό τσάι και μένοντας γυμνή τυλίχτηκε με μια λεπτή κουβέρτα.Σε εκείνη την άκρη ήθελε να πάει,να πει καλημέρα,να δει τον ήλιο και να νιώσει τον αέρα.Δε χόρταινε την εικόνα,η κούπα άχνιζε και το άρωμα της μέντας τη μεθούσε.Μακάρι να μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα...σκεφτόταν και σε πολύ λίγο το άγγιγμα του Έρικ που τη τύλιξε με τα χέρια του, ολοκλήρωσε το όνειρό της.Τη φίλησε τρυφερά ''Δε κρυώνεις?''τη ρώτησε και κουνώντας το κεφάλι της, είπε ''Στην αγκαλιά σου.Ποτε!''

Έμειναν έτσι πολύ ώρα και δε κουράστηκαν στιγμή,ο Έρικ θα μπορούσε να τη κρατάει για μια ζωή και εκείνη να μη φύγει απο τα χέρια του ποτέ.Και όλο αυτό το όνειρο διεκόπη απο τον ήχο του κινητού του.Το έβγαλε απο τη τσέπη και απάντησε ''Έρικ μάζεψέ τα και κατέβα''του είπε αυστηρά ο Στηβ ''Τι έγινε?''ρώτησε αυτός ανησυχώντας.Ο Ξάδερφός του δε θα τον ενοχλούσε ποτέ χωρίς λόγο.''Ο πατέρας σου είναι εδώ!''δήλωσε και του το έκλεισε απότομα.

Τα όνειρα είναι τόσο γλυκά γιατί δε κρατούν πολύ,είναι τόσο σπάνια γιατί χάνονται γρήγορα.Μακάρι η ζωή να τα άφηνε μαζί μας λίγο ακόμα,μακάρι!

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ Where stories live. Discover now