3

522 97 22
                                    


Ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλο της μόλις διάβασε τις λέξεις αυτές. Τίναξε φουρκισμένη τα μαλλιά της κι έτρεξε ως τον καθρέφτη της. Βιαστικά έριξε μια ματιά στο είδωλο της, ήταν εντάξει, το μακιγιάζ της δεν είχε πάθει τίποτα, πάλι καλά...

Πήρε στα χέρια της το μικρό κουτάκι και το άνοιξε με δάχτυλα παγωμένα και δύσκαμπτα.

Για δεύτερη φορά η ανάσα της βγήκε με δυσκολία. Ένα μενταγιόν φώλιαζε μέσα στο κουτί. Κι υπήρχε μια δεύτερη κάρτα, κάτω ακριβώς από αυτό. Μα τι ήταν αυτά; Πώς στο διάβολο τα είχε σκαρώσει όλα ετούτα τα κόλπα; Δεν του έφτανε η νύχτα που του χάρισε; Ούτε και η ταπείνωση στην οποία υποβλήθηκε για να γευτεί τα δικά του τα χάδια σαν να ήταν ο πρώτος κι ο τελευταίος άνδρας του κόσμου;

Στριφογύρισε το μενταγιόν ανάμεσα στα χέρια της. Η αγωνία της μετατρεπόταν γοργά σε δυσφορία. Αν δεν το άνοιγε τώρα, τότε θα έπρεπε να περιμένει ως την ώρα που κατάκοπη πια θα έπεφτε στο κρεβάτι της, σφαλίζοντας γερά τρεις φορές τις κλειδαριές του παγωμένου της παλατιού.

Όχι, θα το άνοιγε, θα του έριχνε μια ματιά και μετά θα το καταχώνιαζε κάπου. Κι αν της το έπαιρναν;

Ήρθε στη σκέψη της η ληστεία, κι ο δεύτερος κατά σειρά λόγος που την είχε αναγκάσει να εγκαταλείψει σαν την κλέφτρα το καταραμένο εκείνο κρουαζιερόπλοιο, μέσα στο οποίο είχε γνωρίσει τον αλέξανδρο. Πώς το έλεγαν το άτιμο; Πώς;

Άνοιξε το μενταγιόν νιώθοντας μια στάλα ιδρώτα να γλιστράει στην πλάτη της.

Ήταν ολόχρυσο και πανάκριβο, και σίγουρα καμωμένο εδώ, στο Παρίσι. Καμιά αμφιβολία δεν έτρεφε γι'αυτό έτσι καθώς το εξέταζε. στο ένα του μέρος είδε ένα χρυσό τόξο, από την άκρη του οποίου κρεμόταν ένα πανέμορφο λουλούδι, που δεν ήταν νάρκισσος, τι ήταν όμως;

«edelweiss", Θεέ μου, έτσι το έλεγαν το κρουαζιερόπλοιο, ναι ναι, έτσι το έλεγαν... Και τέτοιο ήταν και το λουλούδι που είχε αρχίσει μόλις να χαιδεύει ανεπαίσθητα.

«Πανάθεμα σε, πανάθεμα σε, δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου, πού στην ευχή είναι τα ξωτικά του παραμυθιού να σε πετάξουν έξω; Χάσου, χάσου από το νου μου, γύρνα στη λήθη, πήγαινε στις άλπεις, εκεί που»...

Είχε αρχίσει να κλαίει κανονικά τώρα. Κι έτσι, αντί να δει τι κρυβόταν στην άλλη μεριά του μενταγιόν, το έκλεισε με κρότο. Διάβασε όμως και τη δεύτερη κάρτα:

Το φιλί του ΝάρκισσουWhere stories live. Discover now