50

320 77 36
                                    

Όταν ξύπνησε η Λήδα είδε πως η ώρα είχε περάσει από εννιά κι αυτό την παραξένεψε. Σαν ξερή είχε πέσει το προηγούμενο βράδυ αφού είχε πρώτα δουλέψει ασταμάτητα. Ο Αλέξανδρος είχε πάντως τηρήσει τον λόγο του και της είχε τηλεφωνήσει πολύ αργά για να δει αν ήταν εντάξει. Η ιδέα της ήταν ή ακουγόταν πράγματι ξανά περισσότερο σαν τον παλιό του εαυτό;

Απωθώντας όσο καλύτερα μπορούσε την εστέλ από το νου της, σηκώθηκε κι έκανε ένα μπάνιο με αφρόλουτρο φράουλα και μετά ετοιμάστηκε να βρει τους υπηρέτες, αφού ήταν Σάββατο κι έπρεπε να τους μιλήσει.

Το έκανε χαμογελώντας με πειθώ αφού όλοι τους την περίμεναν μαζεμένοι στην τραπεζαρία. Τους εξήγησε πως θα ήταν αναγκασμένη να κρατήσει λιγότερο προσωπικό επειδή κάποια δωμάτια του σπιτιού θα τα έκλεινε μέχρι να αποφασίσει τι θα το έκανε και που θα έμενε. Άλλωστε η μητέρα δε ζούσε πια κι εκείνη ήταν που επιθυμούσε την παρουσία τόσων υπηρετών στο σπίτι. Υποσχέθηκε όμως πως θα περίμενε να βρουν όλοι τους μια νέα θέση εργασίας και πως θα τους έδινε τόσο αποζημίωση όσο και συστατικές επιστολές.

Όλοι της απάντησαν με στοργή και της είπαν πως ήταν χαρά τους να δουλεύουν για εκείνη. Ακολούθησαν κάμποσες ακόμη φορτισμένες στιγμές, μέχρι που η Λήδα τους έστειλε να γυρίσουν στις δουλειές τους και πήγε και η ίδια να ελέγξει τα ηλεκτρονικά της μηνύματα. Η αλεξάνδρα Σαρρή της πρότεινε να συναντηθούν το ίδιο μεσημέρι και να πάνε για φαγητό στην καφετέρια των παραμυθιών, εκεί που τόσο την είχε πληγώσει ο αλέξανδρος. Της απάντησε πως με χαρά δεχόταν την πρόσκληση της. Θα το ξόρκιζε το κακό, και μετά, μετά παρά την υπόσχεση που είχε δώσει στον αλέξανδρο, το είχε αποφασίσει να πάει και να βρει την εστέλ για να μιλήσει μαζί της για τελευταία φορά. Περίπτωση συνεργασίας δεν υπήρχε πια, όμως δε θα το ήθελε να χωρίσουν και έτσι οι δρόμοι τους.

Τότε ήταν που έκανε την εμφάνιση του στο σπίτι κι ο Νικόλας. Κουβαλούσε γλυκά και λουλούδια και είχε την αγκαλιά του ανοιχτή για τη Λήδα.

-Ήρθες, ήρθες μπαμπά...

Τον έσφιξε πάνω της η Λήδα σαν να είχε να τον δει καιρό πολύ, και τον ανέβασε στο δωμάτιο της για να είναι μόνη οι δυο τους.

-Τι τρέχει κοριτσάκι μου; Τι είναι μάτια μου; Γιατί είσαι τόσο χλωμή; Γιατί μου βουρκώνεις; Τη μαμά σκέφτεσαι;

Με τόση στοργή της είχε μιλήσει που δεν το είχε κάνει ποτέ πρόσφατα, κι εκείνη έσπασε και του τα είπε όλα. Ευτυχώς όμως κάποια στιγμή στέγνωσαν τα μάτια της κι άρχισε να ελαφραίνει το βάρος που την πλάκωνε.

Το φιλί του ΝάρκισσουWhere stories live. Discover now